Friday, January 08, 2016

ΕΚΛΟΓΕΣ ΗΠΑ 2016 - 6ο μέρος

Τα πράγματα θα άλλαζαν με την είσοδο στην «Προοδευτική Εποχή». Το Προοδευτικό Κίνημα ζητούσε σημαντικές πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις: μαζική εγγραφή των πολιτών στους εκλογικούς καταλόγους, μεταρρύθμιση των εκλογικών διαδικασιών, καθιέρωση δημοψηφισμάτων και δικαιώματος των πολιτών να παίρνουν πρωτοβουλίες για συλλογή υπογραφών για δημοψηφίσματα, προκριματικές εκλογές των κομμάτων για την ανάδειξη των υποψηφίων στα αξιώματα, δυνατότητα ανάκλησης των εκλεγμένων αξιωματούχων και διενέργειας επαναληπτικών εκλογών, κατάργηση κομματικών ψηφοδελτίων, επιβολή ισχυρών κανονισμών στις δημόσιες υπηρεσίες, επέκταση του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι και, πρωτίστως, στις γυναίκες. Μετά τη δολοφονία του ΜακΚίνευ την Προεδρία ανέλαβε ο τότε αντιπρόεδρος Θεόδωρος Ρούζβελτ, ο οποίος υιοθέτησε τις θέσεις του Προοδευτικού κινήματος και σάρωσε στις εκλογές του 1904.  Όμως, ο διάδοχός του, ο Γουίλιαμ Χάουαρντ Ταφτ πρόδωσε το Προοδευτικό κίνημα κι έτσι στις εκλογές του 1912 ο Ρούσβελτ κατέβηκε ως υποψήφιος του Προοδευτικού Κόμματος κι έστειλε τους Ρεπουμπλικάνους στην τρίτη θέση με μεγάλη διαφορά (88 εκλέκτορες έναντι 8). Στα θετικά σημεία της πλατφόρμας του ήταν η καθιέρωση της γυναικείας ψήφου, η ανάκληση των δικαστικών αποφάσεων, η ευκολότερη αναθεώρηση του συντάγματος, η καθιέρωση νομοθεσίας για την κοινωνική πρόνοια προς γυναίκες και παιδιά, αύξηση εργατικών μισθών, περιορισμός των αντιαπεργιακών διατάξεων, αναθεώρηση του τραπεζικού συστήματος για καθιέρωση ελαστικότερου νομίσματος, υποχρεωτική ιατροφαρμακευτική ασφάλιση των εργαζομένων,  νέοι φόροι κληρονομιάς και εισοδημάτων, βελτίωση των υδάτινων δρόμων της ενδοχώρας, κ.α. Στα αρνητικά του ήταν ο νέο-εθνικισμός που, πέρα από τις οικονομικές λογικές της επιβολής δασμών και της πρόταξης της κοινωνικής πρόνοιας έναντι των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων που προωθούσε με τη Νέα Ελευθερία ο Τόμας Γούντοου Γουίλσον των Δημοκρατικών, ήταν κάλεσμα  για την ενίσχυση του στρατιωτικού κατεστημένου. Όμως, οι Ρεπουμπλικάνοι κατάφεραν να ξαναπάρουν πίσω ένα μεγάλο μέρος του ανθρώπινου δυναμικού και των ψηφοφόρων των Προοδευτικών ενώ άλλοι ακολούθησαν τον Γουίλσον στο Δημοκρατικό Κόμμα, που έπαιρνε ολοένα και πιο προοδευτικές θέσεις. Το 1924 ο υποψήφιος των Προοδευτικών Ρόμπερτ Λαφολέτ πήρε για τελευταία φορά υψηλό ποσοστό (16,2%). Έτσι, οι Προοδευτικοί είτε ως ανεξάρτητο κόμμα είτε ως πτέρυγες των δύο μεγάλων κομμάτων έβαλαν τη σφραγίδα τους στην εποχή που θα έκλεινε με την άνοδο και την κυριαρχία του Δημοκρατικού Φρανκλίνου Ρούζβελτ που επέβαλε το Νιου Ντήλ και την πιο φιλεργατική νομοθεσία που είχαν ποτέ οι ΗΠΑ.[1] 

Franklin Roosevelt
Στο μεταξύ με την οικοδόμηση ενός τύπου «κράτους πρόνοιας», που επιτεύχθηκε με την κυβέρνηση Ρούσβελτ και την κινητοποίηση των εργατικών συνδικάτων για δικαιώματα  που κατακτήθηκαν με σκληρές απεργίες, καταλήψεις εργοστασίων και χώρων δουλειάς και συγκρούσεις με τις ιδιωτικές αστυνομίες των εργοδοτών, μια ισχυρή κοινωνική συμμαχία στο πλαίσιο του Δημοκρατικού Κόμματος που άλλαξε εντελώς το κόμμα. Αυτή η συμμαχία ευνοήθηκε στην άνοδό της με τους Ρουσβελτιανούς Δημοκρατικούς και με την μετακίνηση ψηφοφόρων που απογοητεύτηκαν από το χειρισμό από την πλευρά  των Ρεπουμπλικάνων της τρομακτικότερης οικονομικής κρίσης.  Ο Πρόεδρος Χέρμπερτ Χούβερ και τα νεοκλασικά οικονομικά του (η οικονομική ορθοδοξία της εποχής) έσπρωξαν την κρίση στα άκρα, προκαλώντας Κραχ και στέλνοντας εκατομμύρια ανθρώπους στην ανεργία και την απίστευτη μιζέρια του δόγματος «ο σώζων εαυτόν σωθήτω»[2]. Εξίσου ευνοήθηκε και από το γεγονός ότι γενιές ολόκληρες μεταναστών είχαν αποκτήσει εκλογικά δικαιώματα και τα παιδιά τους ενηλικιώνονταν τότε δημιουργώντας ένα νέο μεγάλο στρώμα Δημοκρατικών ψηφοφόρων, που, εκτός των άλλων, ήθελαν να ψηφίσουν εναντίον της ρατσιστικής και αντίληψης και αντιμεταναστευτικής πολιτικής των Ρεπουπλικανών.[3] Η κοινωνική συμμαχία ράγισε το 1948 για να διαλυθεί το 1952 οπότε ο «ήρωας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου» Άικ Άιζενχάουερ ανέλαβε τα ηνία της Προεδρίας των ΗΠΑ με τους Ρεπουμπλικάνους εν μέσω ψυχρού πολέμου. Το 1948 ο Χάρρυ Τρούμαν που είχε διαδεχθεί το Ρούσβελτ μετά το θάνατό του το 1945 επανεκλέχτηκε διαψεύδοντας όλες τις τότε δημοσκοπήσεις, που ήθελαν τον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο Τόμας Ντιούι να βγαίνει με ευκολία. Οι τηλεφωνικές δημοσκοπήσεις δεν έλαβαν υπόψη τους τη λαϊκή βάση (οι περισσότεροι δεν είχαν δικό τους τηλέφωνο τότε) των Δημοκρατικών που συνέτριψε τόσο την ανταρσία των Νότιων Δημοκρατικών που κατέβασαν ρατσιστή υποψήφιο σε ένδειξη διαμαρτυρίας γιατί ο Τρούμαν υποστήριζε την απόδοση πολιτικών δικαιωμάτων στους Αφροαμερικανούς και προωθούσε γενικότερα την κοινωνική και πολιτική ενσωμάτωσή τους όσο και την Ρεπουμπλικάνικη υπεροψία. Ο Τρούμαν είχε αμφισβητηθεί και από την Προοδευτική πτέρυγα που κινήθηκε να κατεβάσει τον πρώην αντιπρόεδρο Χένρυ Γουάλλας, κυρίως εναντιωνόμενη στην ψυχροπολεμική εξωτερική πολιτική και την πολεμική επέμβαση στην Κορέα. Ο Άιζενχάουερ εξελέγη το 1952 στις πρώτες εκλογές που μεταδόθηκαν από την τηλεόραση. Από το σημείο αυτό αλλάζει πάλι η θέση, ο ρόλος και η οργάνωση των βασικών κομμάτων. Τα κόμματα προσαρμόζονται στις ανάγκες της τηλεοπτικής εποχής κατά την οποία οι φακοί της δημοσιότητας στρέφονται στις προσωπικότητες των υποψηφίων. Αυτό σημαίνει ότι τα κόμματα παίζουν το ρόλο του παροχές υπηρεσιών υποστήριξης και διαφήμισης των υποψηφίων. Δεν ήταν, όμως, μόνο η διάδοση της τηλεόρασης ο μοναδικός παράγοντας αυτής της εξέλιξης. Το «κράτος πρόνοιας» άφηνε ολοένα και λιγότερα περιθώρια στους κομματικούς μπόσηδες και τους μηχανισμούς να αναπτύσσουν «πελατειακές σχέσεις». Οι δημόσιοι υπάλληλοι προστατεύονταν πια με νόμους και κανονισμούς από την εκδίωξή τους και την αντικατάστασή τους από τους εκάστοτε κυβερνητικούς οπαδούς. Η δεκαετία του 1950, εξάλλου, ήταν η περίοδος ανάπτυξη των προαστίων των μεγαλουπόλεων που είχε ως αποτέλεσμα τη φυγή από τα κέντρα των πόλεων των αστών αλλά και σχετικά ευημερούντων εργατικών στρωμάτων. Η παρακμή των κομματικών οργανώσεων των πόλεων εντάθηκε και από το γεγονός ότι τα φτωχότερα μεταναστευτικά και αφροαμερικανικά στρώματα της εργατικής τάξης στηρίζονταν περισσότερο στις δικές τους οργανώσεις παρά στις κομματικές για την επιβίωσή τους. Η ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας και η μετάβαση σε μια «μεταβιομηχανική οικονομία» των υπηρεσιών σήμαινε ότι καθημερινά το κεφάλαιο δημιουργούσε νέες αγορές, μεταξύ άλλων τη διαφήμιση, τις δημόσιες σχέσεις, την εκπαίδευση-επιμόρφωση και άλλες υπηρεσίες μάρκετινγκ και συμβουλών που ήταν απαραίτητες για τα πολιτικά κόμματα προκειμένου να υποστηρίζουν τους υποψήφιούς τους. Το αποτέλεσμα ήταν να μειώνεται συνεχώς ο ρόλος του κομματικού μέλους. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το πρόπλασμα του «κόμματος-καρτέλ» να έχει ήδη κατασκευαστεί στις ΗΠΑ της δεκαετίας του 1950, προτού εξαπλωθεί στην Ευρώπη τρεις δεκαετίες αργότερα.




[1] Αντίθετα με τους αντιπάλους του από το συντηρητική πτέρυγα των Ρεπουμπλικάνων οι «New Dealers» δεν ήταν αντικαπιταλιστές αλλά μεταρρυθμιστές που πίστευαν έντονα ότι έπρεπε να βελτιωθεί ο καπιταλισμός για να συνεχίσει να λειτουργεί.  Βλ.
Smith Scott Jason (2014) A Concise History of the New Deal.  New York, NY: Cambridge University Press.
[2] Δείτε επίσης τις ταινίες Τα σταφύλια της οργής (1940, σκην. Τζον Φορντ) και Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν (1969, σκην. Σίντνευ Πόλλακ). 
[3] Για την περίπτωση των Ελλήνων μεταναστών και τη ρατσιστική αντιμετώπισή τους, βλ. Cononelos James Louis (1989) In Search of Gold Paved Streets: Greek Immigrant Labor in the Far West, 1900-1920. New York, NY: AMS Press

No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...