Tuesday, July 14, 2015

Απλές και μόνο υποθέσεις για τη φύση και τα αίτια ενός αδιεξόδου (της Αλίκης Κοσυφολόγου)

Απλές και μόνο υποθέσεις για τη φύση και τα αίτια ενός αδιεξόδου
 
 της Αλίκης Κοσυφολόγου
 
«All the hatchets have been buried now
And all of birds will sing to your
Beautiful heart upon the bough
And no more shall we part»
Νick Cave, And no more shall we part, 2001
Η Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων υπήρξε το μέρος ενός μεγαλόπνοου θεωρητικού σχεδίου του Άνταμ Σμιθ το οποίο αξίωνε να μελετήσει όλες τις πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας με άξονες την ηθική, την οικονομία, την πολιτική και πολιτειακή οργάνωση, την δικαιοσύνη και τις επιμέρους όψεις των κοινωνικών σχέσεων, το οποίο όμως τελικά έμεινε ανολοκλήρωτο. Τα μόνα έργα που δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε ο Σμιθ ήταν Ο πλούτος των εθνών -ακριβής τίτλος: Μια έρευνα της φύσης και των αιτιών του Πλούτου των εθνών καθώς και η Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων, κείμενο το οποίο μπορούσε να αποδώσει ηθικό υπόβαθρο στην πολιτική οικονομία του Σμιθ.
Η ενσυναίσθηση, η συμπόνια και συγκεκριμένα η δυνατότητα του υποκειμένου να μπαίνει στη θέση του άλλου αναδεικνύονται σε θεμέλια της σύμβασης στο πεδίο του κοινωνικού και διευθέτησης των εσωτερικών αντιφάσεων που οι κυρίαρχες δομικές ανισότητες δημιουργούν. Μέσα στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης η κοινωνική- πολιτική στάση διαμορφώνεται με γνώμονα τα ερεθίσματα του πολιτισμικού περίγυρου, τις κυρίαρχες αξίες αλλά και με την αποτίμηση των ενδεχόμενων -ευρύτερα κοινωνικών- συνεπειών μίας επιλογής και ειδικότερα της αποτίμησης μεταξύ των ποσοστών της θετικής ή της ενδεχόμενα αρνητικής τους επίδρασης.
Λαμβάνοντας υπόψη την ολοένα κι εντονότερη αναβίωση του ενδιαφέροντος για τα λεγόμενα του Σκώτου διαφωτιστή, θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε το σχήμα των ηθικών συναισθημάτων για την διατύπωση υποθέσεων αναφορικά με τα όσα έχουν συμβεί στο επίπεδο της διαβούλευσης με τους θεσμούς τις τελευταίες ημέρες;
Δε χωρά αμφιβολία πως η έννοια της δικαιοσύνης καθώς και αυτή της δυνατότητας να μπαίνει κανείς στη θέση του άλλου κυριάρχησαν στη συζήτηση του ευρωκοινοβουλίου που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Τρίτη. Οι ήπιες αλλά μετατοπίσεις ορισμένων σοσιαλφιλελεύθερων, οι δυναμικές παρεμβάσεις εκπροσώπων κομμάτων της ευρωπαϊκής Αριστεράς, αλλά και η έντονη σε συμβολισμούς και σημαντική σε πολιτικό περιεχόμενο ομιλία του Αλέξη Τσίπρα με την έκβαση της επίκλησης στο χωρίο της Αντιγόνης του Σοφοκλή, περί ανωτερότητας του δίκιου των ανθρώπων, ενίσχυσαν μία αφήγηση σε σχέση με το δίκαιο και το άδικο και ίσως για πρώτη φορά μία πιο συστηματική και συνομολογούμενη από μη αναμενόμενες πηγές προέλευσης αναγνώριση των κοινωνικών συνεπειών της λιτότητας.
Θα μου πείτε και τί μ αυτό; Το ότι ορισμένοι εκ των εκπροσώπων τους παραδέχονται ή έστω αναγνωρίζουν την κρίση της δημοκρατικής λειτουργίας των θεσμών που διαμορφώνουν την πολιτική στην Ε.Ε. και ότι επίσης καταλήγουν σε υπεραπλουστευτικά συμπεράσματα αναφορικά με τον αντικοινωνικό χαρακτήρα της λιτότητας και των πολιτικών του νεοφιλευθερισμού, δεν φαίνεται πως μέχρι τώρα ικανό να συνεισφέρει μεγάλη διαφορά στο επίπεδο της πολιτικής που εφαρμόζεται. Όπως έχει γράψει ο D. Graeber αναφερόμενος στο ίδιο έργο του Σμιθ «αυτοί που βρίσκονται στον πάτο ξοδεύουν αξιοσημείωτο χρόνο σκεφτόμενοι τις επιλογές εκείνων που είναι στην κορυφή, ουσιαστικά φροντίζοντας τους, το ανάποδο δε συμβαίνει σχεδόν ποτέ». Υπό αυτό το πρίσμα, η αδυναμία της επίσημης αναγνώρισης της μη βιωσιμότητας ενός δυσανάλογου και μη αποπληρώσιμου χρέους το οποίο φορτώνεται στις πλάτες των εργαζόμενων τάξεων και της νεολαίας αποτελεί μία υλική επιβεβαίωση αυτής του αδιεξόδου.
Και τί λοιπόν κι αν ορισμένοι από τους ισχυρούς μπήκαν στη θέση εκείνων που πλήττονται από τις συνέπειες αυτής της πολιτικής ή έστω τέλος πάντων προσποιήθηκαν ότι το κάνουν; Aκόμη κι αναγνωρίστηκε σε επίπεδο διεθνές το ηθικό ανάστημα των τάξεων που ψηφίζουν σε ένα δημοψήφισμα για το δίκιο τους, την ίδια στιγμή που υφίστανται πρωτοφανή βία υλική και ψυχολογική, το αποτέλεσμα παραμένει ίδιο. Η δημοκρατία μέσα σε αυτή την Ευρώπη έδειξε- έχει τα όρια της. Ας το παραδεχτούμε κι ας ενσκύψουμε συλλογικά πάνω από αυτή την συνειδητοποίηση.
Κι ακόμη περισσότερα συμπεράσματα μπορούν να προκύψουν από τις εξελίξεις όπως φαίνεται να διαμορφώνονται στο Eurogroup του Σαββατοκύριακου όταν για παράδειγμα μια σειρά από χώρες συγχρονίζονται με τον ρυθμό της κλιμάκωσης της επίθεσης προς στην Ελλάδα που θέτει η Γερμανία ως ο ισχυρός πόλος που μέχρι ώρας φαίνεται να συνεχίζει να θέτει τους όρους και τα όρια του παιχνιδιού, ενώ την ίδια στιγμή η θολότητα του τοπίου αναφορικά με τις δυνατότητες για σύναψη συμφωνίας παραμένει –ακόμη και μετά τις δραματικές για το πρόγραμμα ΣΥΡΙΖΑ και το συλλογικά αποφασισμένο πλαίσιο υπαναχωρήσεις που η πρόταση που κατατέθηκε από την κυβέρνηση περιείχε-. Κι αν λοιπόν το πρώτο μέρος του σχεδίου –αυτού που ωμά έχει άλλοτε περιγραφεί η ανάγκη για «τσάκισμα» του ΣΥΡΙΖΑ, έτσι ώστε να μην αφεθεί η παραμικρή υπόνοια να σπείρει το έδαφος για να ξεπηδήσουν κι άλλα νικηφόρα τέτοια παραδείγματα στην υπόλοιπη Ευρώπη, το δεύτερο είναι/ήταν η παραδειγματική τρομοκράτηση του ελληνικού λαού μέσω της απειλής της ρευστότητας και του κοινωνικού αντίκτυπου που ενδεχόμενα μπορεί να έχει μία υπαινισσόμενη άτακτη χρεοκοπία και τρίτο, όπως φαίνεται μέχρι την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές είναι ο στόχος της αλλαγής του χαρακτήρα της κυβέρνησης, ακόμη και «αντικατάστασης» του ίδιου του πρωθυπουργού της. Άρθρο δημοσιευμένο στον Εconomist μόλις μία ημέρα πριν το δημοψήφισμα αναφέρει επί λέξει: «εδώ και τώρα οι έλληνες χρειάζονται ένα νέο πρωθυπουργό. Οι σχέσεις με τον πονηρό κ. Τσίπρα διαλύονται. Με αυτόν επικεφαλής οι έλληνες θα πασχίζουν διαρκώς για να παραμείνουν στην Ευρωζώνη». Από την σκοπιά αυτή θα μπορούσε να ειπωθεί ότι στο επίπεδο της διαπραγμάτευσης, σήμερα ακόμη, διακυβεύεται ίσως η τελευταία ή μία από τις τελευταίες πράξεις ενός παιχνιδιού απώτερος στόχος του οποίου φαίνεται πως είναι η συνθλιβή της νεοεκλεγείσας ελληνικής κυβέρνησης και κατά συνέπεια η απογύμνωση του ΣΥΡΙΖΑ από τα κοινωνικά του χαρακτηριστικά. Kι επομένως το συμπέρασμα είναι σαφές αυτή η Ευρώπη ούτε θέλει, ούτε μπορεί να ανεχτεί την ελάχιστη παραμονή ενός λαϊκού κόμματος, όπως είναι πράγματι ο ΣΥΡΙΖΑ, στο τιμόνι χωρών εντός της ευρωζώνης.
Κι είναι βέβαια αποπροσανατολιστικό για τη συζήτηση να ειπωθεί ότι η οικονομία τελικά κερδίζει την πολιτική, κι επίσης αυτό δεν ισχύει. Αυτό που ισχύει ωστόσο είναι ότι η πρόταση που έφερε η κυβέρνηση στην Βουλή αντανακλά αφενός το μέγεθος του αδιεξόδου μιας ορισμένης πολιτικής τακτικής ή ακόμη και στάσης στο πλαίσιο της διαπραγματευτικής διαδικασίας -πρόκειται γι αυτά «τα όρια της διαπραγμάτευσης» όπως περιγράφονται στο Η Αριστερά δε νομοθετεί νύχτα (Rednotebook, 10.6.2015), αφετέρου οι εξελίξεις που συμβαίνουν μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές τις γραμμές επιβεβαιώνουν πικρά την αδυναμία μιας πλούσιας θεωρητικών καταβολών αφήγησης περί δυνατότητας μετατόπισης των συσχετισμών μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Κι αυτό μοιάζει ότι θα εξακολουθεί να ισχύει ακόμη κι αν διαφαίνεται μία τακτικού χαρακτήρα αλλαγή πλεύσης από την πλευρά των επικεφαλής των κυβερνήσεων της Γαλλίας και της Ιταλίας –γεγονός όχι ήσσονος σημασίας βέβαια μέσα στις τρέχουσες συνθήκες- κι ακόμη κι αν αποφευχθεί εν τέλει το Grexit.
*Το κείμενο αυτό γράφεται ενώ δρομολογούνται εξελίξεις που ολοένα και περισσότερο εγγράφουν νέα ιστορικά δεδομένα. Είναι εντελώς σαφές ότι ο επίκαιρος χαρακτήρας του θα ξεπεραστεί μέσα στις επόμενες ώρες.
Πηγή
David Graeber, Κίνημα, Βία, Τέχνη και Επανάσταση, μτφρ: Σπύρος Κεχαγιάς, Αθήνα: Στάσει Εκπίπτοντες, 2014

No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...