Saturday, November 13, 2010

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΟΔΟ ΤΗΣ ΑΚΡΑΣ ΔΕΞΙΑΣ (ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ)

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΟΔΟ ΤΗΣ ΑΚΡΑΣ ΔΕΞΙΑΣ (ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ)

του Θανάση Τσακίρη

Ο πρώτος δείκτης που μας φανερώνει τα σημάδια δυσαρέσκειας των εκλογέων με την πολιτική διαδικασία και τους βασικούς πρωταγωνιστές και παράγοντες του συστήματος είναι το επίπεδο υποστήριξης από τον πληθυσμό στα πολιτικά κόμματα και οργανώσεις που αυτοπροσδιορίζονται ως «αμφισβητίες» του «πολιτικού κατεστημένου». Ανάλογα με το επίπεδο υποστήριξης μπορούν να επέλθουν ανάλογες συνέπειες για το πολιτικό σύστημα. Επίσης αυξάνεται ο πολιτικός κυνισμός των ίδιων των πολιτών.[1] Πρώτα απ’ όλα, η υποστήριξη στα κόμματα αμφισβήτησης επιδρά στη δυναμική του κομματικού συστήματος που σημαίνει ότι στενεύουν οι ορίζοντες των πολιτικών επιλογών των «κατεστημένων κομμάτων» όσον αφορά το σχηματισμό κυβέρνησης και τη διαμόρφωση και συγκρότηση πολιτικών συνασπισμών. Ακόμη και αν αφήνει μεγαλύτερα περιθώρια στα «κατεστημένα κόμματα» για σχηματισμό κυβέρνησης ή συνασπισμών, η υποστήριξη στα «κόμματα αμφισβήτησης» συχνά αλλάζει την θεματική ατζέντα της πολιτικής και του πολιτικού διαλόγου, εντός ή εκτός κοινοβουλίου, καθώς και τον τόνο των πολιτικών διαμαχών και αντιπαραθέσεων με την επιλογή μη συμβατικών μεθόδων πάλης και των ρεπερτορίων μορφών δράσης.[2]  

Τα επίπεδα υποστήριξης των «κομμάτων αμφισβήτησης» δεν είναι παντού και πάντα τα ίδια, αλλά διαφέρουν από κράτος σε κράτος και από χρόνο σε χρόνο. Πώς γίνεται αυτό; Γιατί αλλού τα ακροδεξιά ή τα εναλλακτικά, πράσινα και νεοαριστερά κόμματα που θεωρούνται ή αυτοπροσδιορίζονται ως «κόμματα αμφισβήτησης» σημειώνουν αξιοσημείωτη επιτυχία ενώ αλλού φυτοζωούν στο περιθώριο της πολιτικής διαδικασίας, ακόμη κι αν υπάρχει σχετικά ισχυρό κοινωνικό κίνημα για τα παρεμφερή ζητήματα; Πρόκειται ένα από τα πολύ σοβαρά ερευνητικά ερωτήματα στο χώρο της συγκριτικής πολιτικής κοινωνιολογίας. Όμως, για να απαντηθεί αυτό ερώτημα πρέπει πρώτα να ανιχνευθούν οι προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την επιτυχία αυτών των κομμάτων σε εκλογικές διαδικασίες σε όλα τα επίπεδα, καθώς και πρόσθετοι παράγοντες που τα επηρεάζουν και που αφορούν τις υποκατηγορίες των «κομμάτων αμφισβήτησης». Τέλος, η προσέγγιση πρέπει να έχει διαχρονικό και διατοπικό χαρακτήρα. 

Η πλειονότητα των εργασιών που έχουν εκπονηθεί αφορά είτε την άκρα δεξιά είτε την λεγόμενη «ελευθεριακή αριστερά». Οι περισσότερες εξετάζουν τις διαφορετικές βάσεις κοινωνικής υποστήριξης των κομμάτων αυτών, τις διαφορετικές οργανωτικές δομές και μορφές τους και τις γενικότερες πολιτικές πλατφόρμες και τις ιδεολογικές κατασκευές τους.

Στην πρώτη συζήτηση που έγινε επί των σχετικών θεμάτων ο Paul Taggart[3] πρότεινε τη χρήση των όρων «νεολαϊκισμός» και «νέα πολιτική» για αναφορά στα ακροδεξιά και τα μη παραδοσιακά αριστερά κόμματα αντίστοιχα. Αμφότερες οι πλευρές αυτοορίζονται ως αντιπολίτευση (“opposition”) στις κυρίαρχες ιδεολογικές και οργανωτικές δομές. Με άλλα λόγια είναι κόμματα της «Νέας Διαμαρτυρίας» (“New Protestparties) και είναι διαφορετικά από τα παλιότερα «λαϊκίστικα κόμματα» και κινήματα που μελετήθηκαν από την επιστημονική κοινότητα στις δεκαετίες του 1970 και 1980.[4]
Ο Piero Ignazi στη δική του συνεισφορά στη συζήτηση έδωσε έμφαση στην έννοια της «αλλαγής αξιών» στην μετάβαση από τη βιομηχανική στη  μεταβιομηχανική κοινωνία.[5] Τα Πράσινα κόμματα στην αριστερά και από την άλλη πλευρά τα εξτρεμιστικά ακροδεξιά κόμματα από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 προσπαθούν να εκπροσωπήσουν τα νέα κοινωνικά ζητήματα που είναι αποτελέσματα των «δομικών μετασχηματισμών που οδήγησαν στην εμφάνιση και άνοδο ενός συστήματος «μεταβιομηχανικών αξιών». Τα πράσινα κόμματα εκφράζουν την μεταβιομηχανική προοδευτική ατζέντα και τα ακροδεξιά την αυταρχική. H άκρα δεξιά οφείλει την νέα εμφάνισή της και τη ραγδαία άνοδό της σε μια σειρά παράγοντες: εμφάνιση νέων ζητημάτων που δεν λαμβάνονταν υπόψη από το πολιτικό σύστημα, έρπουσα κρίση εκπροσώπησης, αιφνίδια ανάδειξη νέων πρωτο-χαρισματικών ηγετών, αυξανόμενος βαθμός προσωποποίησης της πολιτικής, εντεινόμενη πολιτική και κοινωνική αποξένωση και αλλοτρίωση, δυσαρέσκεια με τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πολιτικού συστήματος και με την ίδια την πολιτική. Αυτά τα ακροδεξιά κόμματα δεν φημίζονται για την τάση τους να επιστρέφουν στον παλιγγενετικό μύθο του κλασικού φασισμού αλλά είναι «αντισυστημικά» καθώς υπονομεύουν την νομιμοποίηση του (δημοκρατικού) πολιτικού συστήματος με τον λόγο τους και τη δράση τους.  Αντιτίθενται στην ιδέα της κοινοβουλευτικού τύπου εκπροσώπηση και των κομματικών συγκρούσεων και προτιμούν την «κορπορατιστική διευθέτηση» και, κυρίως τους  μηχανισμούς αμεσολάβητης και προσωπικοποιημένης εκπροσώπησης. Αντιτίθενται στην ιδέα του πλουραλισμού και είναι υπέρ κοινωνικής αρμονίας. Αντιτίθενται στην οικουμενική ιδέα των ίσων δικαιωμάτων και είναι υπέρ της απόδοσης δικαιωμάτων μόνο στη βάση συγκεκριμένων επιμέρους χαρακτηριστικών (φυλή, γλώσσα, εθνότητα).   Τέλος, είναι σε μεγάλο βαθμό αυταρχικά γιατί θεωρούν πολύ πιο σημαντική την υπερατομική και συλλογική εξουσία (κράτος, έθνος, κοινότητα).[6]

Εκτός από τη μελέτη των κοινωνικών συνασπισμών που στηρίζουν τα εθνικο-λαϊκιστικά κόμματα ερωτήματα τίθενται για τα κίνητρα που ωθούν τους κοινωνικούς σχηματισμούς υποστήριξης. Ο Yannis Papadopoulos[7] τονίζει ότι αυτά μπορεί να ποικίλουν από την «δυσαρέσκεια» (“Verdrossenheit”) απέναντι στα κατεστημένα κόμματα που ενισχύεται της παρατηρούμενης προγραμματικής σύγκλισης ανάμεσά τους (Schedler, 1996) ως την αντίδραση στην επιτυχία των «ελευθεριακών αριστερών αξιών» που υποστηρίζουν την σημερινή ολοένα και πιο ανεκτική και πολυπολιτισμική φύση των κοινωνιών[8] ή το φόβο που κυριαρχεί στο μυαλό των «χαμένων» από τις διαδικασίες εκσυγχρονισμού που ωθούνται από την παγκοσμιοποίηση ή την Ευρωπαϊκή ενοποίηση[9] (Kriesi, 1998 and 1999), ή από τις νέες μεταβιομηχανικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης, όπως μας επισήμανε ο P.Ignazi.[10]

O Peter Mair[11] αποδίδει την κρίση στην συνεχιζόμενη μεταβολή του διεθνούς περιβάλλοντος, το οποίο ωθείται σε μια ολοένα και πιο διευρυμένη οικονομική παγκοσμιοποίηση, μειώνοντας τις δυνατότητες των μεμονωμένων κρατών να συγκροτήσουν μια ενιαία εθνική πολιτική επίλυσης των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων της επικράτειάς τους. Αυτή η αδυναμία εθνικής προσέγγισης για την πολιτική αποδυναμώνει τα κυρίαρχα κόμματα που εναλλάσσονται στην κυβερνητική εξουσία, ειδικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και που εσχάτως δοκιμάζουν με αρνητικά αποτελέσματα την ιδέα της συγκυβέρνηση με συνέπεια να σπρώχνουν ολοένα και περισσότερους ψηφοφόρους σε πολιτικούς σχηματισμούς που ζητούν πολύ σαφείς πολιτικές οριοθετήσεις. Η άκρα δεξιά που προσπαθεί να συγκεντρώσει δυνάμεις αμφισβήτησης του συστήματος συγκυβέρνησης τα καταφέρνει καλύτερα από την αριστερά, τουλάχιστον στις πιο παραδοσιακές μορφές της. 

O Tom Mackie από την πλευρά του επισημαίνει ότι τα κόμματα της «νεολαϊκιστικής δεξιάς» συγκροτούνται κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση των κομμάτων και οργανώσεων της «ελευθεριακής αριστεράς» (“libertarian left”).[12] Αμφότεροι οι τύποι κομμάτων διεισδύουν εκλογικά με επιτυχία στις ίδιες κοινωνίες και αντίστοιχα είναι σε εξίσου κακή κατάσταση στις υπόλοιπες. Επομένως είναι η ίδια αιτία, δηλαδή «η δυσαρέσκεια με το status quo», που βρίσκεται πίσω από την επιτυχία αμφοτέρων των τύπων «κομμάτων ενάντια στο κατεστημένο».

Ερευνώντας τις περιπτώσεις του Γαλλικού Εθνικού Μετώπου και του Αυστριακού Κόμματος της Ελευθερίας, οι Ami Pedahzur και Avraham Brichta εξηγούν την αινιγματική επιτυχία της Άκρας Δεξιάς στην Ευρώπη χρησιμοποιώντας μικρο-οργανωτικούς παράγοντες, δηλαδή την «χαρισματική ηγεσία» και την «συνεκτική κομματική οργάνωση, που συμβάλλουν στην διαδικασία της κομματικής θεσμοποίησής τους.[13] Θεωρούν πως είναι μόνο φαινομενικά παράδοξη αυτή η θεσμοποίηση του χαρίσματος, γιατί προτείνουν μια νέα θεωρητική πρόταση που λαμβάνει υπόψη μια έννοια του χαρίσματος τέτοια που να μπορεί να περιλαμβάνει «υβριδικές» καταστάσεις που δημιουργούνται σε ρευστές πολιτικές καταστάσεις. Ονομάζουν τη θεωρία τους «θεωρία των σκληρών χαρισματικών κομμάτων» (theory ofhard charismatic parties”).

Αρχικά είδαμε τις ερωτήσεις και τις πρώτες απαντήσεις που προσδιόρισαν τις κατευθύνσεις της αναζήτησης και του διαλόγου για την ανάδειξη των αιτιών της εμφάνισης και της ανόδου των δύο αυτών τύπων «κομμάτων αμφισβήτησης» του status quo.  Στην συνέχεια διαμορφώνονται δύο διακριτά αλλά και αλληλοτεμνόμενα σύνολα πολιτικών κοινωνιολόγων που διατυπώνουν πιο συγκροτημένα θεωρητικά σχήματα.

Η πρώτη ομάδα τονίζει τις διαφορές μεταξύ των αντιπολιτευτικών κομμάτων και προβαίνουν σε συγκεκριμένες διακρίσεις μεταξύ των δυνάμεων της «αντισυστημικής αντιπολίτευσης» και της «κατεστημένης αντιπολίτευσης». Σύμφωνα με τον Kirchheimer, τα κόμματα διακρίνονται σε κόμματα «πιστά ή μη» στο πολιτικό σύστημα: «πιστή αντιπολίτευση» και «αντιπολίτευση βάσει αρχών». Ο Sartori θεωρεί ως «αντισυστημικό κόμμα» αυτό που δεν αποδέχεται τη νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος και εμπλέκεται σε αγώνα για την υπονόμευσή του. Ο Giovanni Cappocia με βάση τη θέση του Sartori διακρίνει μεταξύ της «ιδεολογικής αντισυστημικότητας» και της «σχεσιακής συστημικότητας» (“relational”) και δημιουργεί μια τετράπτυχη τυπολογία ανάλογα με το αν ένα κόμμα είναι σχεσιακά αντισυστημικό ή όχι και αν είναι ιδεολογικά αντισυστημικό ή όχι. Στην πρώτη περίπτωση τα σχεσιακά αντισυστημικά κόμματα επηρεάζουν τη λειτουργία του κομματικού συστήματος ωθώντας το στην εντεινόμενη πόλωση και στην ανάπτυξη μιας φυγόκεντρης δυναμικής. Στη δεύτερη περίπτωση τα ιδεολογικά αντισυστημικά κόμματα μπορούν να επηρεάσουν την σταθερότητα, τη νομιμοποίηση και την εμπέδωση του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος. Ο Smith κατασκεύασε μια τυπολογία με βάση δυο ερωτήματα: α) είναι συμβατοί οι στόχοι του κόμματος συμβατοί με το υφιστάμενο καθεστώς και τις συνακόλουθες δομές του; β) οι οπαδοί του ακολουθούν ένα πρόγραμμα δράσης και ενεργειών που είναι αποδεκτές από τα άλλα κόμματα και ιδίως από τις πολιτικές αρχές (authorities); Η τετράπτυχη τυπολογία του εξετάζει α) αν οι «στόχοι πολιτικής» (“policy goals”) του κόμματος είναι «μετασχηματιστικοί» ή «συμβιβαστικοί» ως προς το σύστημα, και β) αν οι στρατηγικές των κομμάτων είναι «αποδεκτές» ή «απαράδεκτες».

Σύμφωνα με μια αξιολόγηση όλοι αυτοί οι ορισμοί και οι τυπολογίες είναι ταυτόχρονα πολύ ευρείς και πολύ περιοριστικοί. Είναι ευρείς γιατί το μόνο κοινό σημείο τους είναι η «αντισυστημικότητα» (ιδεολογική ή συμπεριφορική). Είναι στενές γιατί δεν περιλαμβάνουν κόμματα που είναι αμφίσημα ως προς το δημοκρατικό σύστημα.[14] 

Συνεχίζεται…(δυστυχώς)


[1] Στις ΗΠΑ έρευνες έδειξαν ότι επικρατεί μια τάση απεμπλοκής από την πολιτική σε συνδυασμό με τον έντονο πολιτικό κυνισμό απέναντι στις πολιτικές ελίτ και τα πολιτικά κόμματα, τάσεις που και οι δύο ενισχύονται από την ισχυρή παρέμβαση των ΜΜΕ. Βλ Webb Paul (2005) “Political parties and democracy: The ambiguous crisis.” Democratization, 1743-890X, Volume 12, Issue 5, σελ. 633 – 650.
[2] Για την έννοια των ρεπερτορίων δράσης και των αλλαγών τους, βλ. Tilly Ch. (2007) Κοινωνικά Κινήματα 1768-2004. Αθήνα: Εκδ. Σαββάλας.
[3] Taggart P. (1996) The New Populism and the New Politics: New Protest Parties in Sweden in a Comparative Perspective, New York: St Martin’s Press and Taggart P. (2000) Populism. Buckingham: Open University Press.
[4] Για μια κριτική της εργασίας του Taggart με την έννοια ότι, παρά την προσφορά του ορισμού του όρου «νεολαϊκισμός» σε αντίθεση με τους παλιότερους μελετητές, το ερευνητικό έργο του είναι μεγάλο σε εύρος καθώς μελετά πλειάδα περιπτώσεων χωρίς να έχει το επαρκές βάθος που απαιτείται, βλ. Patten St. (2001) “Populism”. Labour/Le Travail. FindArticles.com. 06 Aug, 2009. http://findarticles.com/p/articles/mi_hb6394/is_2001_Fall/ai_n28880670/
[5] Bλ. Ignazi P. (1997) “New Challenges: Post-Materialism and the Extreme Right” στο Rhodes M., Heywood P. and Wright V. (eds) Developments in West European Politics. Basingstoke, Hampshire, UK: Macmillan Press Ltd,  σελ. 300-319.
[6] Βλ. Ignazi P. (2003) Extreme Right Parties in Western Europe. Oxford, UK: Oxford University Press
[7] Βλ. Papadopoulos Υ. (2000) “Populism, the Democratic Question, and Contemporary Governance” Ανακοίνωση στο Εργαστήριο για το Λαϊκισμό, Robert Schuman Centre of the European University Institute, Florence, 14-15 January 2000
[8] Kitschelt H. (1995) The Radical Right in Western Europe: A Comparative Analysis. Ann Arbor, MI: University of Michigan Press.
[9] Kriesi Hanspeter (1998) “The Transformation of Cleavage Politics”. European Journal of Political Research, 33: 2, σελ 165-185 και Kriesi H.(1999) “Movements of the Left. Movements of the Right: Putting the Mobilization of Two New Types of Social Movements into Political Context” στο Η.Kitschelt et al. (eds.), Continuity and Change in Contemporary Capitalism, Cambridge, UK:Cambridge University Press, σελ. 398-423.
[10] Ignazi P. (1999) “Les partis d'extrême-droite: les fruits inachevés de la société
post-industrielle”,Ανακοίνωση στο 6th Congress of the French Political Science
Association, Rennes, Sept. 28-Oct.1st.
[11] Mair P. (1995) “Political Parties, Popular Legitimacy and Public Privilege, ” West European Politics (special issue: The Crisis of Representation in Europe) 18, 3, 1, σελ46-8
[12] Mackie T. (1995) “Parties and Elections,” στο Hayward Jack and Page Edward. (eds) Governing the New Europe, Cambridge, UK: Polity Press, σελ 166-95.
[13]  Pedahzur A. and Brichta Avr. (2002) Party Politics, Vol. 8, No. 1, σελ. 31-49
[14] Βλ. Abadi A. (2004), ο.ε.π. σελ. 6-10.

No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...