Wednesday, April 08, 2009

Εξουσία, κράτος δικαίου και πολιτικό έγκλημα

Πριν από 6 χρόνια είχε λάβει χώρα ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον συνέδριο που είχε οργανώσει το μεταπτυχιακό μας πρόγραμμα για την εξουσία, το κράτος δικαίου και το πολιτικό έγκλημα και πολλές απόψεις που ακούστηκαν είναι ακόμη και σήμερα επίκαιρες.

tsakthan

----------------------------------------------------------------------------------

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ

Συνέδριο
«Εξουσία, κράτος δικαίου και πολιτικό έγκλημα»

Αθήνα, 21-22 Φεβρουαρίου 2003


Επιμέλεια περιλήψεων: Θανάσης Τσακίρης


Παρασκευή, 21 Φεβρουαρίου 2003

Εξουσία, Πολιτικό Έγκλημα και ΜΜΕ

Στην 1η συνεδρία ο προεδρεύων κ. Α. Μανωλάκος (πρώην πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ) τόνισε ότι οι αλλαγές που λαμβάνουν χώρα εδώ και πολλές δεκαετίες στο υπέδαφος των κοινωνικών σχηματισμών, οι θύελλες που συνταράσσουν αξίες, πολιτισμούς και μορφές κοινωνικής συγκρότησης και που με πολύ μεγάλη καθυστέρηση συνειδητοποιούνται ακόμη και από τον κόσμο των διανοουμένων, καθώς και οι τρέχουσες εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον και στη χώρα μας δεν αφήνουν περιθώρια σ’ ένα επιστημονικό συνέδριο έντονου πολιτικού προβληματισμού, όπως αυτό, να μείνει στην επιφάνεια των πραγμάτων που πολλές φορές παραμορφώνονται με την τηλεοπτική εικόνα. Τέλος, τόνισε ότι το θέμα του συνεδρίου αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς υπερβαίνει την εσωτερική επικαιρότητα εν όψει ενός επικείμενου πολέμου.

Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο Fritz Sack (καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστημίου του Αμβούργου), ο οποίος ξεκινώντας την εισήγησή του, με τίτλο «Δημοκρατία, πολιτικά κινήματα και πολιτική διαμαρτυρία», τόνισε ότι το έγκλημα δεν πρέπει να αποσπάται από τα κοινωνικο-οικονομικά και πολιτικά πλαίσια της εποχής του. Γενικός στόχος του είναι η διαμόρφωση ενός αναλυτικού σχήματος που να εξυπηρετεί την αντιμετώπιση του θέματος που αναπτύσσει. Έτσι, διατυπώνει αρχές για τη στήριξη των προτάσεων και του σχήματός του. Πρώτα απ’ όλα, επικεντρώνεται στην θεωρία της συλλογικής συμπεριφοράς και των κοινωνικών κινημάτων με μια θεωρία περί δράσης που βασίζεται στις συζητήσεις για τις πολιτικές συγκρούσεις και διαδικασίες με αναφορά στο έργο του Charles Tilly για τις κινητοποιήσεις και τις επαναστάσεις για τη συγκρότηση των εθνών κατά τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα στη Δυτική Ευρώπη. Επίσης αναφέρεται στη θεωρία του κράτους δικαίου με αναφορά στο έργο Dialectic of Legal Repression του αμερικανού πολιτικού επιστήμονα Isaac Balbus εξετάζοντας την περίπτωση των κοινωνικών συγκρούσεων σε κοινωνίες που διέπονται από την κυριαρχία του νόμου ή αλλιώς από τις αρχές του «κράτους δικαίου». Στόχος του δεν είναι να αποδείξει τι έκανε ο ένας ή ο άλλος πολιτικός ή κοινωνικός παράγοντας αλλά να προσανατολίσει τη συζήτηση στην ανάλυση των δημοσίων και πολιτικών σχέσεων και των διαδικασιών με τις οποίες σχετίζονται θεσμοί και πρόσωπα μεταξύ τους. Εκτός από τις θεωρητικές προτάσεις στηρίζεται και σε ένα μεγάλο μέγεθος εμπειρικού υλικού που συγκέντρωσε κατά τη θητεία του ως μέλος της επιστημονικής επιτροπής έρευνας για την τρομοκρατία και των αιτιών της που συγκρότησε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ως τις αρχές της δεκαετία του ’80 η κυβέρνηση της ΟΔΓερμανίας. Μεθοδικά ανακατασκευάζει τις διαδικασίες που προηγήθηκαν της έναρξης της περιόδου της τρομοκρατίας και προσπαθεί να εντοπίσει τη σχέση μεταξύ κινημάτων νεολαίας, φοιτητών, οικολόγων, αντιπολεμικών ακτιβιστών και εξωκοινοβουλευτικής αριστερής αντιπολίτευσης και τους τρόπους με τους οποίους ένα μέρος τους διολίσθησε προς αυτή την κατεύθυνση, δηλαδή από τη διαμαρτυρία στη βία και από εκεί στην τρομοκρατία. Στη συνέχεια παρουσίασε σε σχηματική μορφή την θεωρητική του κατασκευή:









Κοινωνία – πληθυσμός

Πολιτικό Σύστημα

















Αμφισβητίες εξουσίας 1

Αμφισβητίες εξουσίας 2

Αμφισβητίες εξουσίας 3

Το κεντρικό στοιχείο του πολιτικού συστήματος ο κρατικός μηχανισμός, η κυβέρνηση που περιλαμβάνει προσωπικό, πόρους, οργάνωση και όλα τα μέσα που χρειάζονται για την κυβέρνηση και την πολιτική δράση. Ύστερα υπάρχουν οι κάτοχοι εξουσίας (πολιτικά κόμματα) που ανταγωνίζονται και που προσπαθούν να κρατήσουν ή να αποκτήσουν εξουσία πάνω στον κρατικό μηχανισμό, στην κυβέρνηση και τους πόρους της. Έξω από το πολιτικό σύστημα υπάρχουν εκείνοι που αμφισβητούν και προκαλούν την εξουσία στοχεύοντας στην προώθηση αιτημάτων, πολιτικών θέσεων και να επηρεάσουν το πολιτικό σύστημα.

Τι σημαίνει, όμως, πρόκληση και αμφισβήτηση της εξουσίας; Κάποιοι εκτός πολιτικού συστήματος επιδιώκουν να αποκτήσουν πρόσβαση σ’ αυτό και να επηρεάσουν την πολιτική διαδικασία. Πρέπει να οργανώσουν και να συγκροτήσουν συλλογικούς δρώντες (συλλογικά υποκείμενα), δηλαδή να ενώσουν και να κινητοποιήσουν πολιτικά τους ανθρώπους. Πρόκειται για ένα τεράστιο και δύσκολο θέμα που απαιτεί ιδιαίτερες ικανότητες για να αντιμετωπιστούν πολύπλοκα ζητήματα, να καταστρωθούν στρατηγικές, πολλές δραστηριότητες. Δεν επαρκεί όμως μία διαδήλωση, αυθόρμητη και σε σποραδικά χρονικά διαστήματα, αλλά χρειάζονται συγκεκριμένες, σταθερές και επίμονες στρατηγικές και τακτικές οργάνωσης.

Τι σημαίνει πολιτική πράξη και πολιτικό ζήτημα; Κεντρικό σημείο της πολιτικής δράσης είναι η ικανότητα κάποιου να εξαπολύει πολιτική σύγκρουση αλλά και να την χειρίζεται. Αυτό ισχύει τόσο για τους θεσμικούς αντιπάλους, δηλαδή τα πολιτικά κόμματα, όσο και για τους εξωθεσμικούς αμφισβητίες της εξουσίας. Πρέπει, δηλαδή, να εισάγουν τα ζητήματα που απασχολούν μεγάλη μερίδα του κοινού στην πολιτική σύγκρουση ώστε να συγκεντρώνουν υποστήριξη, να δημιουργούν πολιτικές συμμαχίες και να προκαλούν κινητοποίηση.

Ποιοι είναι οι πόροι για την πολιτική δράση; Πρώτον, οι πόροι των κοινωνικών κινημάτων και των εξωθεσμικών αμφισβητιών είναι η κατάληψη των δημόσιων χώρων, των δρόμων όπου ο καθένας έχει πρόσβαση (διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις, δημόσιες εκδηλώσεις). Δοκιμάζεται στις περιπτώσεις αυτές η εξουσία μέσω της αναμέτρησης δυνάμεων. Ένα τέτοιο ζήτημα δοκιμασίας της εξουσίας ήταν οι διαδηλώσεις της 15ης Φεβρουαρίου. Παίχτηκε ένα παιχνίδι με τους αριθμούς και τον υπερτονισμό ή την υποβάθμιση των μαζικών διαδηλώσεων. Τα κοινωνικά κινήματα και οι αμφισβητίες της εξουσίας υπερέβαλλαν τους αριθμούς των συγκεντρωμένων ενώ οι κάτοχοι της εξουσίας και των κρατικών μηχανισμών υποβάθμιζαν συνειδητά αυτούς τους αριθμούς αλλά και τις επιπτώσεις τους στην εξέλιξη των πραγμάτων. Επίσης η πρόσβαση στην κάλυψη από τα ΜΜΕ ήταν ένα σημαντικό ζήτημα για τα κοινωνικά κινήματα που στοχεύουν στο «πρωτοσέλιδο» και στις «prime-time» τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές ζώνες υψηλής ακροαματικότητας. Αυτό γίνεται με τη χρήση των εκκεντρικών τακτικών και της παραβίασης των κανόνων, όπως τονίστηκε από τον Todd Gitlin και Ομάδα Μελετητών στις ΗΠΑ. Από την άλλη όμως η πρόσβαση στα ΜΜΕ ενδέχεται να επιφέρει δυσλειτουργίες και άσχημα πολιτικά αποτελέσματα. Στην ΟΔΓερμανίας τη στρατηγική της παραβίασης των κανόνων εφάρμοσε ένα μεγάλο κομμάτι του φοιτητικού κινήματος προκαλώντας την πολιτική κρατική εξουσία. Πώς αντιδρά το κράτος; Πρώτον, με στρατηγικές συνεργασίας, συμβιβασμού και ενσωμάτωσης που για να πετύχουν πρέπει να είναι γνήσιες και ειλικρινείς˙ δεύτερον, με στρατηγικές σύγκρουσης με τα κοινωνικά κινήματα και την κινητοποίηση της δύναμης των ελίτ ώστε να προσδιορίζει αυτή την πολιτική ημερήσια διάταξη ορίζοντας τα επίκαιρο και το σημαντικό πολιτικά ζήτημα, το οποίο με τη σειρά του αποκτά σπουδαιότητα για τα ΜΜΕ και τυχαίνει ιδιαίτερης προτίμησης απ’ αυτά˙ και, τέλος, ο εκχυδαϊσμός και εξευτελισμός των κοινωνικών κινημάτων και η αποστέρησή τους από κάθε κοινωνική και πολιτική βάση. Οι κάτοχοι της εξουσίας εργαλειοποιούν τη νομοθεσία προσπαθώντας να εμπλέξουν τους ηγέτες τους στο πεδίο του ποινικού δικαίου απορροφώντας την κοινωνικο-πολιτική τους βάση (αστυνόμευση και ποινικοποίηση των κοινωνικών κινημάτων). Αυτά συμβαίνουν και στα δημοκρατικά κράτη δικαίου. Το κράτος χρησιμοποιεί την αστυνομική στρατηγική συχνά με παράνομο τρόπο (ως παράδειγμα ο συγγραφέας ανέφερε την υπόθεση των νομικών παρατυπιών στην υπόθεση της ΕΟ17Ν).

Πολλοί λένε πως η βία δεν αποτελεί πολιτικό πόρο, όμως ξεχνούν ότι οι κάτοχοι της πολιτικής κρατικής εξουσίας εισάγουν τη βία στη σύγκρουση όταν αυτή υπερβεί ένα συγκεκριμένο κάθε φορά σημείο (πράκτορες, προβοκάτορες κλπ.) και επιδιώκει τη νομιμοποίηση της χρήσης της κρατικής βίας μέχρις ενός σημείου ως πόρο απόκτησης υποστήριξης. Τα ΜΜΕ ενδιαφέρονται επίσης για τη βία υπερβαίνοντας το ρόλο τους, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο σε όσους τα θεωρούν συνένοχα με τους χρήστες της πολιτικής βίας στην εξάπλωσή της.

Εν κατακλείδι, ο εισηγητής ανέφερε ότι οι εφημερίδες που αναφέρθηκαν στα γεγονότα της Γένοβας τον Ιούλιο 2001 θύμιζαν τις εφημερίδες της ΟΔΓερμανίας και τη στάση τους κατά τη δεκαετία του ’70.


Στην εισήγησή του με τίτλο «Τρομοκρατία: Κλωνοποιώντας τον εχθρό», ο Vincenzo Ruggiero (καθηγητής του Πανεπιστημίου του Middlesex) έθεσε αρχικά το ερώτημα: «ποιο είναι το καινούργιο στοιχείο στα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου;». Ο εισηγητής υποστήριξε πως δεν επαρκεί η εξήγηση που δίνουν ορισμένοι αναλυτές ότι η εντεινόμενη ανισότητα στην κατανομή του πλούτου – κατάσταση που επιδεινώθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες – οδηγεί αναπόφευκτα στην ένταση της διεθνούς πολιτικής βίας που αποκτά όλο και πιο καταστροφικές μορφές. Αντιθέτως, ο Ruggiero θεωρεί την ανισότητα ως δεδομένη – ακόμα και αν επιδεινώνεται συνεχώς – και τονίζει πως μόνο ορισμένες μορφές πολιτικής βίας αφορά ο όρος «τρομοκρατία». Ως εκ τούτου, η εισήγηση επικεντρώθηκε στις κοινωνικές και τις θεσμικές αντιδράσεις στην πολιτική βία, δηλαδή στη σχεσιακή δυναμική που αποτελεί μια κρίσιμη διάσταση η οποία αποδείχθηκε καρποφόρα για τη μελέτη όλων των εγκλημάτων. Το πέρασμα από τον ένοπλο αγώνα στη δημιουργία ένοπλων συνδικαλιστικών ομάδων σήμαινε την σχετική ανεξαρτητοποίησή τους από τα κοινωνικά ζητήματα με τα οποία καταπιάνονταν στην προηγούμενη φάση, κατά την οποία οι στόχοι ήταν άμεσα αναγνωρίσιμα σύμβολα που συσχετίζονταν με τα συγκεκριμένα πεδία άσκησης της αντι-εξουσίας. Οι θεσμικές αντιδράσεις ήταν τέτοιες – «τρομοκρατία από τα πάνω», δηλαδή αδιάκριτη βία κατά των πολιτών - που συνέβαλαν ουσιαστικά στην αλλαγή και τον περιορισμό των διαθέσιμων στρατηγικών και τακτικών με συνέπεια η επίτευξη νόμιμων στόχων να επιδιώκεται με παράνομα μέσα. Τη φάση της δημιουργίας των ένοπλων ομάδων διαδέχεται η ένοπλη προπαγάνδα και η βίαιη πολιτική δράση αποσυνδέεται πλήρως -ξανά με την ουσιαστική συμβολή των θεσμικών αντιδράσεων που περιέστελλαν ρόλους, ταυτότητες και δικαιώματα- από τους αντικειμενικούς κοινωνικούς στόχους που υποτίθεται ότι ενέπνεαν την ένοπλη δράση. Αυτού του τύπου οι ομάδες ένοπλης αντίστασης και πάλης αφιέρωναν το μεγαλύτερο αριθμό των ενεργειών τους στην συσσώρευση μυστικής στρατιωτικής ισχύος. Η ένοπλη προπαγάνδα χρησίμευε στην αποστολή μηνύματος προς αναποφάσιστους ακτιβιστές. Τέλος, η τρομοκρατία είναι το αποτέλεσμα της τελικής ριζοσπαστικής μεταβολής αυτής της σχεσιακής δυναμικής. Όταν ακόμη και η συσσώρευση στρατιωτικής ισχύος, όσο σημαντική και αν είναι, αποδεικνύεται ανεπαρκής για την αντιμετώπιση της αντίστοιχης θεσμικής δύναμης η ένοπλη προπαγάνδα καθίσταται ατελέσφορη και μη ρεαλιστική. Πολιτικοί ακτιβιστές και κοινωνικές ομάδες γενικώς δεν μπορούν να έχουν στη διάθεσή τους ανταγωνιστικές δομές και πρακτικές που να οδηγούν σε μια διαφορετική κοινωνική τάξη πραγμάτων.

Συνεπώς, οι εξελίξεις αυτές έχουν το χαρακτήρα ενός Ιανού που αποτελείται από πράξεις και ενέργειες καθώς και από τις διαφορετικές θεσμικές αντιδράσεις σ’ αυτές. Αυτή η εξέλιξη ενθαρρύνεται από τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ ένοπλων ομάδων και θεσμών και τη σχεσιακή δυναμική που οδηγεί αναγκαστικά αυτού του τύπου τις ομάδες στην ανάληψη ενός ολοένα και μικρότερου αριθμού ρόλων και ταυτοτήτων. Οι τρομοκράτες, δηλαδή οι ένοπλες ομάδες που εμπλέκονται στην τυχαία, απρογραμμάτιστη βία βρίσκονται σε μια κατάσταση χωρίς διέξοδο διαφυγής όπου εξαπολύουν πόλεμο όταν ο φανταστικός πόλεμός τους εκλαμβάνεται ως πραγματικός και, ως εκ τούτου, αποκτούν τα φιλοπόλεμα χαρακτηριστικά εκείνων που, όντως, εξαπολύουν πραγματικό πόλεμο εναντίον τους. Με αυτή την έννοια, μόνο όταν διαπλάθονται, διαμορφώνονται ή ακόμη και κλωνοποιούνται από αυτούς που αλληλεπιδρούν μ’ αυτούς, μπορούν οι τρομοκράτες να εξελιχθούν σε τρομοκράτες. Είναι αυτή η διαδικασία αλληλεπίδρασης που αφήνει χώρο για την καθιέρωση ενός διφορούμενου κανονιστικού κριτηρίου, δηλαδή ενός παλαιού τεχνάσματος που μπορούμε να βρούμε στο Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών καθώς και στη Συνθήκη της Βεστφαλίας, σύμφωνα με το οποίο θα υπάρχει πάντοτε ένας δίκαιος πόλεμος και θα υπάρχουν πάντοτε πολιτισμένα έθνη που θα αμύνονται κατά των βαρβάρων.

Ενδεικτική πρόσφατη βιβλιογραφία που παραθέτει ο V. Ruggiero για το θέμα:

Anthony, D., Robbins, T. and Barrie-Anthony S. (2002), “Cult and Anticult Totalism: Reciprocal Escalation and Violence”, Terrorism and Political Violence, 14 (1): 34-57.

Donohue, L.K. (2002), “Bias, National Security and Military Tribunals”, Criminology and Public Policy, 1 (3): 339-344.

Hall, S., (2002), “Out of a Clear Blue Sky”, Soundings, 19: 9-15.

Kaplan, J., (2002), “‘Introduction’ to the special issue ‘Millennial Violence: Past, Present and Future’, Terrorism and Political Violence, 14 (1): 1-24.

Kuhn, A. (2002), “Terrorisme scientifique”, Revue Suisse de Criminologie, 1 : 23-25.

Laquer, W. (2002), « Life as a Weapon », Times Literary Supplement, 6: 3-4.

Mouffe, S. (2002), “The Disappearance of Politics”, Soundings, 19: 15-18.

Queloz, N. (2002), “Terrorismes et réactions sociales en tous genres : des thèmes dignes d’ intérêt pour les criminologues”, Revue Suisse de Criminologie, 1 : 27-28.

Zolo, D. (2002), “Secessione per la pace”, La Rivista del Manifesto, 32 : 47-52.





Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννης Πανούσης στην εισήγησή του με τίτλο «Φως περισσότερο φως: Δημοσιότητα και διαφάνεια στην απονομή ποινικής δικαιοσύνης» τόνισε, κατ’ αρχήν, ότι η δημοσιότητα, η διαφάνεια και ο έλεγχος αποτελούν κοινά γνωρίσματα της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Το ίδιο ισχύει και για το κύρος της δικαιοσύνης και για τη διασφάλιση της δίκαιης δίκης. Ο αποκλεισμός των ΜΜΕ στην περίπτωση της δίκης της ΕΟ17Ν -δίκη που σχετίζεται με την δημόσια και, συνεπώς, με την πολιτική ζωή- σημαίνει αδυναμία πλήρους ενημέρωσης του λαού, με συνέπεια τη διαμόρφωση κλίματος καχυποψίας τόσο ως προς τη διαδικασία όσο και ως προς την απόφαση. Τόσο το Άρθρο 93 του Συντάγματος όσο και ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας δίνουν το δικαίωμα σε κάθε πολίτη να παρίσταται αυτοπροσώπως και να παρακολουθεί με τις ίδιες του τις αισθήσεις την ποινική διαδικασία. Με την απόφαση αποκλεισμού των ΜΜΕ περάσαμε από τη λαϊκή δημοσιότητα στη μη δημοσιότητα ή μάλλον στην περίπου δημοσιότητα των μερών όπου οι διάδικοι, και ιδίως ο κατηγορούμενος, ενημερώνονται, αλλά όχι πλήρως, για την πορεία της δίκης. Επιπλέον, έχουμε ένα κατ’ ευφημισμό κοινό, ένα ad hoc ακροατήριο, που φιλτράρεται κιόλας μέσω των διαφόρων ελέγχων των εισερχομένων. Όμως η αλήθεια και το δίκαιο είναι έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες με την έννοια της δημοσιότητας. Δεν καθορίζουν όμως τα ΜΜΕ την ποιότητα της δημοκρατίας και των θεσμών μας, ούτε έχουν την κύρια ευθύνη της κρίσης εμπιστοσύνης σε μια κοινωνία διακινδύνευσης όπου τα ρίσκα τα μοιράζονται ανάμεσά τους οι εκτός και οι κίνδυνοι αφορούν τα δικαιώματα όλων και, ιδίως, των εμπλεκομένων με τη δικαιοσύνη. Η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας μπορεί να υποχωρήσει και να περιοριστεί μόνο ενώπιον του τεκμηρίου της αθωότητας ή και της δίκαιης διεξαγωγής της δίκης. Η αρχή της δίκαιης δίκης διευρύνει τα δικαιώματα του κατηγορούμενου ενώ το τεκμήριο της αθωότητας συνιστά τη δογματική θεμελίωση των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων. Σύμφωνα με τον καθηγητή κ. Μανωλεδάκη, όπως τόνισε ο εισηγητής, η δημοσιότητα δεν αποτελεί ούτε δικαίωμα του κατηγορούμενου ούτε δικονομική ρύθμιση που να υπόκειται στην κρίση του προέδρου του δικαστηρίου. Η δημοσιότητα είναι λειτουργικό στοιχείο της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και αποτελεί το βασικότερο μέσο ελέγχου του τρόπου απονομής της από τον κυρίαρχο λαό, γιατί η δικαστική εξουσία όπως και οι άλλες λειτουργίες ή εξουσίες του κράτους πηγάζει από το λαό και υπάρχει υπέρ αυτού, αφού θεμέλιο του πολιτεύματος αποτελεί η λαϊκή κυριαρχία. Για να μην μένουν όμως οι εξαγγελίες στα χαρτιά, θα πρέπει να υπάρχουν τρόποι ώστε ο κυρίαρχος λαός να ελέγχει πραγματικά την απονομή της δικαιοσύνης. Η αρχή της δημοσιότητας των συνεδριάσεων των δικαστηρίων εξυπηρετεί το σκοπό του ελέγχου της δικαστικής εξουσίας από το λαό και ανάγεται σε λειτουργικό στοιχείο της έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας. Σε περίπτωση αποκλεισμού των ΜΜΕ τότε θα έχουμε μια κατάσταση υπέρ της δικαστικής εξουσίας και κατά του Άρθρου 93 του Συντάγματος και, συνεπώς, σε βάρος της λαϊκής κυριαρχίας. Πρέπει, συνεπώς, να ταχθούμε, κατ’ αρχήν, υπέρ μιας ευρείας ερμηνείας της δημοσιότητας του Άρθρου 93 του Συντάγματος ώστε να εξασφαλίσουμε όρους διεύρυνσης της λαϊκής κυριαρχίας. Τα συνήθη επιχειρήματα που παρουσιάζονται στη δημόσια συζήτηση υπέρ του αποκλεισμού των ΜΜΕ έχουν να κάνουν με την πιθανολόγηση. Πιθανολογείται ότι θα επηρεαστεί η συνείδηση των δικαστών (προσοχή, δεν μιλούν πια για ενόρκους), των μαρτύρων, ή των δικηγόρων, των ίδιων των κατηγορουμένων, ότι θα εστιαστεί η συζήτηση σε κάποιες λεπτομέρειες, στην περίσπαση της προσοχής των δικηγόρων από την παρουσία των φακών ή στην κακή χρήση του ίδιου του φακού. Όλα είναι πιθανότητες. Εμφανίζεται έτσι μια περίσσια δημοσιότητα να βλάπτει το Σύνταγμα και τη λειτουργία της δίκης, παρ’ όλο που το ίδιο το Σύνταγμα, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ο σεβασμός της προσωπικότητας του ανθρώπου, η ποινική δικονομία, μας οδηγούν προς την άλλη κατεύθυνση. Τίθεται, επομένως, το ερώτημα του κατά πόσο αυτή η λογική της ανάδειξης της δίκης σε σώου δεν ισχύει για άλλους θεσμούς της δημοκρατίας που συνεδριάζουν ανοιχτά και δημόσια, όπως π.χ. η Βουλή. Η ανατάραξη της διαδικασίας δεν είναι ένα σύστημα ελέγξιμο μπορεί από τον πρόεδρο της διαδικασίας που μπορεί να προκύψει από οποιονδήποτε άλλο λόγο; Δεν έχει ερευνητικά αποδειχθεί η περίπτωση του επηρεασμού των δικαστών από την απευθείας μετάδοση της δίκης, όπως τόνισε ο εισηγητής με βάση τις έρευνες που έχουν διεξαχθεί. Εκτός εάν δεχθούμε ότι η δικαστική εξουσία είναι ανεξάρτητη από τις άλλες και υπεράνω της κριτικής των πολιτών. Με τα επιχειρήματα, όμως, που προβάλλονται περί επίδρασης στο δικαστή θα έπρεπε να απαγορευτούν όλες εκείνες οι πρακτικές που αντιλαμβανόμαστε καθημερινά (τηλεδίκες, κατευθυνόμενα δημοσιεύματα κλπ.). Αυτή ήταν πρόταση που ψηφίστηκε π.χ. στην Αυστρία. Εδώ όμως γίνεται το αντίθετο: επιτρέπονται τα όσα γίνονται στον «περίγυρο» και απαγορεύονται τα όσα γίνονται μέσα στο θεσμό. Η τηλεοπτική κάλυψη δείχνει το τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στο δικαστήριο – ακόμη και αν έχει σκηνοθετηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις για τον τονισμό του ενός ή του άλλου στοιχείου, πράγμα που δεν διαφέρει από τον τρόπο με τον οποίο καλύπτει τη δίκη ο οποιοσδήποτε συντάκτης δικαστικού ρεπορτάζ μιας εφημερίδας. Η έμμεση δημοσιότητα συνδέεται με το ζωντανό δικαστικό ρεπορτάζ και δεν συνδέεται ούτε με σχόλια ούτε με διαρροές καταθέσεων. Αυτή είναι η έμμεση λαϊκή δημοσιότητα που αποκτά κύρος στις περιπτώσεις δικών που αφορούν πολιτική ευθύνη και ο Τύπος πρέπει να λειτουργήσει στο σύνολό του (δηλαδή, έντυπος και ηλεκτρονικός) διότι σε αντίθετη περίπτωση παύει να είναι το ζωτικό στοιχείο σε μια δημοκρατική πολιτεία. Στο παρελθόν όποτε γινόταν πρόταση περιορισμού δημοσιότητας σε δίκες ποτέ δεν αφορούσαν πολιτικά εγκλήματα ή εγκλήματα του Τύπου.

Το Άρθρο 93 δεν προβλέπει εξαιρέσεις από τον κανόνα σε βάρος της δημόσιας τάξης ή της κοινωνικής ευταξίας. Η δημοσιότητα είναι αρχή δημοσίου δικαίου και το δικαστήριο πρέπει να αποδεικνύει δια των πρακτικών της δίκης πώς εννοεί αυτή την αρχή. Αν τα ΜΜΕ δεν σέβονται το κριτήριο αθωότητας και υποβάλουν σε κίνδυνο την εσωτερική ανεξαρτησία του δικαστή, τότε το δικαίωμα και η αξίωση ενημέρωσης του πολίτη και το δικαίωμα πληροφόρησης από τον τύπο αποδυναμώνονται συρρικνώνοντας την ελεύθερη παρακολούθηση και την έμμεση δημοσιότητα και, συνεπώς, τη δημοκρατία. Το θέμα είναι να υπάρχει ισορροπία με την επίτευξη άσκησης όλων των δικαιωμάτων και όχι η ενίσχυση του ενός δικαιώματος σε βάρος του άλλου. Πρέπει να σκεφτούμε ως κοινωνία ποια είναι τα δημοκρατικά μέτρα και η στάθμιση δύο δημόσιων αγαθών αν βρίσκονται σε σύγκρουση. Ο ίδιος ο εισηγητής δεν θεωρεί ότι υπάρχει σύγκρουση αλλά είναι κάτι που πολλές φορές τίθεται ως ζήτημα.

Με την απόφαση αποκλεισμού προσβάλλεται και το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης καθώς υπερπροβάλλονται ορισμένες απόψεις ενώ αποσιωπούνται άλλες. Με την απαγόρευση αυτή, αντί της δημοσιότητας προτιμούνται οι ειδικοί profilers των μυστικών υπηρεσιών, οι επιλεκτικές διαρροές και η «εσωτερική πληροφόρηση, ή ακόμη οι «κοριοί» και οι «πειρατές» ή και ο εντεταλμένος πολιτικός λαϊκισμός των παράλληλων τηλεδικών; Πολλοί ήδη μιλούν περί «ανίερης συνωμοσίας» κρατικών οργάνων και ΜΜΕ, άλλοι για επικοινωνιακή λειτουργία της δίκης όπου συγκροτούνται νέα νοήματα στην ποινική δίκη. Δια της ποινικής δίκης διαχειριζόμαστε ζητήματα της πολιτικής μας ζωής.
Κατά πόσον η δίκαιη δίκη είναι συμβατή με την ταχεία δίκη, και κατά πόσο κατοχυρώνεται η ουσιαστική κι όχι η τυπική άσκηση των δικαιωμάτων ή ασκείται μια ιδιαίτερη ψυχολογική πίεση στον κατηγορούμενο που είναι ανεπίτρεπτη με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου; Και βεβαίως είναι ακόμη πιο απαράδεκτη η επιχειρηματολογία που ακούγεται: «γιατί να θέλουν δίκαια δίκη οι κατηγορούμενοι;»

Πρέπει να αποφασίσουμε αν προτιμούμε το αλάθητο των δικαστών ή τον δημοκρατικό και κοινωνικό έλεγχο της δίκης. Εάν θέλουμε να επανέλθουμε στον δεσποτισμό του δικαστή ή αν θέλουμε να αφήσουμε αδέσποτη την μηντιακή χειραγώγηση της κοινής γνώμης.

Πώς όμως θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος της δίκαιας δίκης εάν δεν αφήσουμε ανοιχτή τη δίκη, αν δεν αφήσουμε ανοιχτό το σύστημα να λειτουργήσει; Στην εποχή της «ιντερνετοποίησης» των πάντων είναι και σε θεωρητικό επίπεδο υποκρισία.

Ο εισηγητής έκλεισε την ομιλία του με 7 «γιατί»:
1. Γιατί από τη λαϊκή δημοσιότητα διολισθαίνουμε σε μια ελεγχόμενη παρουσία ενός κατ’ ευφημισμόν κοινού;
2. Γιατί ενώ οι προτάσεις για την κατάργηση της δημοσιότητας ποτέ δεν συμπεριλάμβαναν τα πολιτικά εγκλήματα και τα εγκλήματα του Τύπου πάμε σε μια ad hoc νομοθεσία ερμηνεύοντας το Σύνταγμα κατά το δοκούν;
3. Γιατί αντί της δημοσιότητας προτιμούμε τους «ειδικούς», τις ειδικές διαρροές, τις inside information και τον εντεταλμένο μηντιακό λαϊκισμό;
4. Γιατί φοβηθήκαμε την επικοινωνιακή λειτουργία της δίκης και τις απολογίες-ομολογίες των κατηγορουμένων και προκρίθηκε η επικοινωνιακή πολιτική των διωκτικών αρχών;
5. Πιστεύουμε ότι ο αποκλεισμός των ραδιοτηλεοπτικών ΜΜΕ από τη δίκη των κατηγορουμένων για συμμετοχή στη 17Ν δεν θα σημαίνει για πολλούς πολιτική αμηχανία ή απουσία πολιτικής απέναντι σε μια τρομοκρατική δραστηριότητα που έχει έντονο πολιτικό στίγμα και πολιτικές επιπτώσεις;

Ανεξάρτητα από την πορεία της δίκης, τόνισε ο εισηγητής, επιβάλλεται, όπως είπε και ο καθηγητής Sack για την περίπτωση της Γερμανίας, να δημιουργηθεί μια επιτροπή για την ανάλυση των αιτίων της τρομοκρατίας στη χώρα μας. Και, τέλος, έκλεισε την εισήγησή του θυμίζοντας ότι ο καθηγητής Νίκος Παρασκευόπουλος τόνισε πως «το κράτος δικαίου και η δίκαιη δίκη δεν πρέπει να ηχούν ως τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα διότι τότε δεν τίθεται σε κίνδυνο μόνο η δικαιοσύνη αλλά η ίδια η δημοκρατία».

Ο τελευταίος εισηγητής της πρώτης ημέρας του συνεδρίου ήταν ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτρης Χαραλάμπης που ανέπτυξε το θέμα «Ελευθερία της έκφρασης και διαδικασίες ρύθμισης στα ηλεκτρονικά μέσα». Ο κ. Χαραλάμπης έθεσε το ζήτημα ότι βρισκόμαστε σε μια (όχι και τόσο) νέα κατάσταση και ξαφνικά συνειδητοποιούμε τον «πολιτισμό της εικόνας» - που μπορεί να είναι και «βαρβαρότητα της εικόνας». Ξαφνικά βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν κόσμο που παρουσιάζεται συνεχώς στα μάτια μας με ηλεκτρονική μορφή. Παρουσιάζεται «αλλαγή της κλασικής δημοσιότητας», αλλαγή που έχει ήδη γίνει αλλά χρειάζεται μια λειτουργία όχι μόνο στο επίπεδο των ρυθμίσεων αλλά και στο επίπεδο του μυαλού μας. Βρισκόμαστε έκπληκτοι και προσπαθούμε να αντιδράσουμε σε ένα κόσμο που κυριαρχείται από την εικόνα, και μάλιστα από τη «σκηνοθεσία της εικόνας». Γενικά, μπορεί να πει κανείς, ότι στην περίπτωση στην οποία αναφέρθηκε ο κ. Πανούσης «δεν φοβηθήκαμε τη δίκη» αλλά «τη σκηνοθεσία της εικόνας». Υπάρχει ένα τεράστιο πρόβλημα που προσπάθησε να αντιμετωπίσει ο συντακτικός νομοθέτης με την αναθεώρηση και θεώρησε ορθό – μεγάλη συζήτηση βέβαια – να ορίσει ένα θεσμό που θα προσπαθήσει να ρυθμίσει τα μαζικά μέσα – δεν είναι ελληνική πρωτοτυπία. Η προσπάθεια ξεκινά με το σκεπτικό ότι εδώ και εκατοντάδες χρόνια έχουμε αποκτήσει μια εμπειρία με τον Τύπο. Αποτελεί συστατικό στοιχείο της δημοκρατίας μας η απόλυτη ελευθερία του Τύπου μέσα σε ένα πλαίσιο συνταγματικό. Η ελευθερία της έκφρασης υπάρχει και στα ηλεκτρονικά μέσα αλλά θα πρέπει να υπάρχει και κάποια ρύθμιση – και εκεί είναι η συζήτηση «ποια και πώς;» - όσον αφορά την εικόνα – κυρίως την τηλεόραση. Στην τηλεόραση υπάρχει η δύναμη, η αμεσότητα, ή μάλλον η ιδέα ότι υπάρχει αμεσότητα. Κι αυτή η ιδέα υπάρχει σε πάρα πολλούς ανθρώπους και εκεί είναι ένα θέμα με την πίστη στην καθαρότητα της συνεχούς καταγραφής της δίκης. Το μέσο, όμως, δεν είναι η προέκταση του ματιού. Συγχρόνως γνωρίζομε ότι και η τρομοκρατία γνωρίζει τη δύναμη της εικόνας και το 90% της λογικής της επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου δεν ήταν ο φόνος των ανθρώπων στους ουρανοξύστες αλλά η δημιουργία του τρόμου και του φόβου και η δημιουργία της εικόνας του τρόμου που μάλλον κανείς μας δεν θα ξεχάσει. Ήταν, δηλαδή, η τρομοκρατική πράξη ένα «media event». Αυτή τη χρήση της εικόνας από κράτος, μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, τρομοκράτες και η καταλυτική παρουσία της με μεγαλύτερη επιρροή στους νέους ανθρώπους που γεννιούνται μέσα σ’ αυτό τον πολιτισμό της εικόνας, έκανε προσπάθεια να αντιμετωπίσει η πολιτεία. Η σκέψη ήταν ότι πρέπει να υπάρχει ένας μηχανισμός που θα αποπειραθεί να ελέγξει αυτή την εικόνα. Κι εκεί αρχίζουν τα δύσκολα καθώς πρέπει με κάθε τρόπο να προστατευθεί η ελευθερία της έκφρασης. Ο νομοθέτης βάζει αυτή την έννοια της ποιότητας την οποία έχουμε μεγάλη δυσκολία να αντιληφθούμε και να της ορίσουμε μια συγκεκριμένη σημασία, να προσδιορίσουμε τα κριτήρια της ποιότητας. Η ανάγκη της τηλεθέασης αντιστοιχεί στην ανάγκη της ψηφοθηρίας στο δημοκρατικό κοινοβουλευτικό σύστημα με συνέπεια και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα να είναι η συνεχής πτώση της ποιότητας. Πώς μπορεί όμως το ΕΡΣ να βρει και να καθορίσει τα κριτήρια της ποιότητας. Όλοι συζητήσαμε τον τρόπο κάλυψης των συλλαλητηρίων της 15ης Φεβρουαρίου από την τηλεόραση, της επίσκεψης του τέως μονάρχη, τις ατελείωτες ώρες των reality shows. Πού θα βρεθεί η έννοια της ποιότητας; Η απάντηση του εισηγητή ήταν ότι «η ίδια η έννοια της δημοκρατίας, η ίδια η ιδέα της έννομης συνταγματικής τάξης, μας λέει ότι το πρώτο στοιχείο ποιότητας είναι ο σεβασμός του Άλλου, ο σεβασμός της αξιοπρέπειας του Άλλου». Είναι στοιχεία που προσπαθούμε να αποκωδικοποιήσουμε για να μπορούμε να πούμε ότι η δημοκρατία υπάρχει όχι μόνο γιατί ψηφίζουμε αλλά υπάρχει γιατί υπάρχουν κάποιες προϋποθετικές αξίες (δεν μπορούμε να ψηφίσουμε αν θα είμαστε ελεύθεροι ή αν θα είμαστε ίσοι). Έτσι θα μπορέσουμε να οδηγηθούμε σε ένα σημείο όπου θεωρητικά και πρακτικά αυτές οι αξιακές προϋποθέσεις της δημοκρατίας μας να θεωρούνται από όλους μας κοινή συνείδηση ως βασικές προϋποθέσεις ποιότητας μετά από τις οποίες ξεκινάμε να συζητήσουμε «τι βλέπουμε-πώς παρουσιάζεται και πώς βλέπουμε) ως προϋποθέσεις μιας κοινωνικά λογικής ρυθμιστικής προσπάθειας.






Σάββατο, 22 Φεβρουαρίου 2003

Σωφρονιστικό Σύστημα και Ατομικά Δικαιώματα


Ανοίγοντας τη συζήτηση ο προεδρεύων της πρώτης συνεδρίας της ημέρας Χρήστος Λυριντζής (καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, Παν/μιο Αθήνας) τόνισε ότι με την πρωτοβουλία του ΜΠΣ Πολιτικής Επιστήμης και Κοινωνιολογίας δίνεται η δυνατότητα ενός δημόσιου διαλόγου στο πλαίσιο της πανεπιστημιακής κοινότητας μεταξύ νομικών, εγκληματολόγων, πολιτικών επιστημόνων και κοινωνιολόγων για σημαντικά θέματα της κοινωνίας μας, κάτι που σπανίζει στη χώρα μας.

Στη συνέχεια ο λόγος δόθηκε στον καθηγητή του Παν/μίου Αθηνών Νέστορα Κουράκη, ο οποίος στην εισήγησή του με τίτλο «Σωφρονιστικός κώδικας και δικαιώματα κρατουμένων» τόνισε από τη δεκαετία του 30 τα δικαιώματα των κρατουμένων άρχισαν να γίνονται αντικείμενο τόσο της θεωρίας όσο και της πράξης. Το 1934 με το ψήφισμα της Κοινωνίας των Εθνών για τα ελάχιστα δικαιώματα κρατουμένων έγινε το πρώτο βήμα. Στη συνέχεια με τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ το 1948 έγινε ρητή αναφορά στην απαγόρευση των βασανιστηρίων και της σκληρής και απάνθρωπης συμπεριφοράς κατά των κρατουμένων (στο Σύνταγμα των ΗΠΑ υπάρχει από το 1791). Κατόπιν οι θέσεις αυτές και οι βελτιώσεις τους καταγράφηκαν στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της (η Ελλάδα την προσυπόγραψε το 1954) και στη συνέχεια στους Ευρωπαϊκούς Σωφρονιστικούς Κώδικες (1973 και 1987). Λεπτομερείς αναφορές υπήρξαν στην Ελλάδα στους σωφρονιστικούς κώδικες (1967, 1989 και 1999). Να τονιστεί ότι σε διεθνές επίπεδο υπάρχει σημαντικό ενδιαφέρον για τα δικαιώματα των κρατουμένων (Σύμβαση ΟΗΕ 1984 – Ελλάδα 1987 και 1991). Οι συμβάσεις επιτρέπουν στα αντίστοιχα όργανα να λαμβάνουν καταγγελίες από κρατουμένους, να τις ελέγχουν και να έρχονται οι επιθεωρητές στη χώρα ώστε να τις διερευνούν. Υπάρχει ολόκληρος μηχανισμός για να μπορούν τα δικαιώματα των κρατουμένων να γίνονται σεβαστά. Όσον αφορά τον ελληνικό σωφρονιστικό κώδικα υπάρχουν πλέον σημαντικές διατάξεις, όπως π.χ. άρθρα 3-4 που ρητά διακηρύσσουν ότι τα δικαιώματα των κρατουμένων, εκτός από το δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας, τυγχάνουν σεβασμού έστω και αν κάποιος είναι σε κατάσταση κράτησης. Υπάρχουν μηχανισμοί με τους οποίους αν ένας κρατούμενος θεωρεί ότι έχουν παραβιαστεί να απευθυνθεί στα αρμόδια όργανα και να βρει το δίκιο του. Βεβαίως, σπάνια γίνεται χρήσης της δυνατότητας αυτής, πολλές φορές γιατί οι ίδιοι οι κρατούμενοι δεν θεωρούν σκόπιμο να διαιωνίζεται μια κατάσταση η οποία το μόνο αντίκτυπο που μπορεί να έχει είναι μέσω του point system. Αν και το σύστημα αυτό μπορεί να έχει αντίκτυπο σε άδειες, όρους απόλυσης κλπ. Εν πάση περιπτώσει, τόνισε ο ομιλητής, αυτό που ίσως θα είχε σημασία είναι ότι, παρόλο που το θεσμικό πλαίσιο παρουσιάζει μια ευρύτητα, στην πράξη υπάρχουν καταστάσεις καθόλου επιθυμητές κι αυτό φάνηκε από τις επισκέψεις της αρμοδίας ευρωπαϊκής επιτροπής κατ’ εφαρμογή της ευρωπαϊκής σύμβασης για τα βασανιστήρια. Κυρίως στα αστυνομικά τμήματα ανακαλύφθηκαν διάφορες απαράδεκτες καταστάσεις με ηλεκτροσόκ, χειροπέδες και διάφορα άλλα πράγματα που δημοσιεύθηκαν στον Τύπο. Όσον αφορά στις ελληνικές φυλακές η προσοχή των επισκεπτών εστιάστηκε στο έντονο πρόβλημα του «υπερπληθυσμού» τους. Δεν δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση σε περιπτώσεις βασανιστηρίων ή απρεπούς συμπεριφοράς κατά κρατουμένων. Όλα αυτά πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε με κάποια επιφύλαξη μιας και οι κρατούμενοι φοβούνται ότι αν μιλήσουν θα υπάρχουν συνέπειες σε βάρος τους. Φαίνεται, όμως, ότι σε πρακτικό επίπεδο τα πράγματα είναι λίγο καλύτερα σε σχέση με παλιότερες εποχές όταν η κατάσταση στις φυλακές έβγαινε συχνά εκτός ελέγχου.

Ποια μπορεί να είναι τα δικαιώματα των κρατουμένων που πρέπει να είναι απόλυτα σεβαστά;
1. Ο σεβασμός του κρατουμένου ως ανθρώπου.
2. Ο σεβασμός της προσωπικής και οικογενειακής ζωής του.
3. Η τήρηση της αρχής της ισότητας χωρίς διακρίσεις.
4. Η ελευθερία συνείδησης και λατρείας.
5. Το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης για διοικητικές ενέργειες σε βάτος κρατούμενου.
6. Το δικαίωμα σύναψης γάμου.
7. Η κατ’ αρχήν ελευθερία της γνώμης και πληροφόρησης.
8. Το κατ’ αρχήν απόρρητο των επιστολών (υπάρχει διχογνωμία για το πού μπορεί να φτάσουν τα όριά του ακόμη και μεταξύ των μελών του ευρωπαϊκού δικαστηρίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
9. Η ελευθερία της τέχνης.
10. Το δικαίωμα στην εκπαίδευση (α΄ και β΄ βαθμού μέσα στη φυλακή)

Όλα αυτά τα δικαιώματα μπορούν να ασκηθούν εφόσον δεν υπάρχει εμπλοκή του κρατούμενου με τον ποινικό νόμο. Το 1996 έγινε μια μεταρρύθμιση και κατοχυρώθηκε το δικαίωμα του εκλέγειν.

Ποια είναι τα δικαιώματα που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να ασκήσει μέσα στη φυλακή;

1. Το δικαίωμα στην προσωπική ασφάλεια και μετακίνηση.
2. Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι.
3. Το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι.
4. Το δικαίωμα της εργασίας, τουλάχιστον με την έννοια του άρθρου 22 του Συντάγματος.

Υπό προϋποθέσεις μπορούν να ασκηθούν τα ακόλουθα δικαιώματα:

1. Το δικαίωμα της εκπαίδευσης εκτός φυλακής (τελευταία δίνονται υπό προϋποθέσεις εκπαιδευτικές άδειες).
2. Το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή από την άποψη της συνάντησης με μέλη της οικογένειας εκτός φυλακής, και
3. όσα δικαιώματα προβλέπονται από το σωφρονιστικό κώδικα.

Τα τελευταία χρόνια το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κάνει δεκτές πολύ περισσότερες προσφυγές σε σχέση με το παρελθόν.

Ως συμπέρασμα, ο εισηγητής θεωρεί ότι με τους μηχανισμούς που συγκροτήθηκαν τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη και στην Ελλάδα έχει βελτιωθεί η κατάσταση όσον αφορά τα δικαιώματα χωρίς όμως να έχουν επιλυθεί προβλήματα όπως η «κρυφή» εγκληματικότητα σε βάρος των κρατουμένων και ο «υπερπληθυσμός».

Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο Νίκος Κουλούρης (εγκληματολόγος Δ.Φ. Κορυδαλλού) και ανέπτυξε το θέμα «Συνθήκες κράτησης και νομιμότητα». Μέσω παραδειγμάτων του Σωφρονιστικού Κώδικα προσπάθησε να δείξει τι σημαίνει «δικαίωμα κρατούμενου». Στο άρθρο 21 παρ.2 του Σ.Φ. ότι «η διαβίωση του κρατούμενου σε ατομικό κελί είναι δικαίωμα». Αυτή η λέξη που χρησιμοποιείται: «δικαίωμα». Το δικαίωμα αυτό ικανοποιείται εφόσον το επιβάλλουν οι ανάγκες του κρατούμενου και το επιτρέπουν οι συνθήκες του καταστήματος στο οποίο κρατείται». Άρα, με την συμπλήρωση αυτή σχετικοποιείται ένα βασικό δικαίωμα του νέου νόμου. Ο νόμος δημοσιεύθηκε περίπου τα Χριστούγεννα του 1999. Τα καταστήματα αυτά είναι τώρα 2. Το ένα είναι το Κέντρο Απεξάρτησης Θηβών (όπου οι κρατούμενοι διαβιούν ανά τρεις) και το Κατάστημα Μαλανδρίου στη Φωκίδα (το οποίο από τις προδιαγραφές κατασκευής του, όπως και όλα τα νέα καταστήματα κράτησης έχουν φτιαχτεί με κελιά δύο ατόμων). Ο εισηγητής αναφέρθηκε κατόπιν στις εξελίξεις που αφορούν στο διεθνές επίπεδο με βάση συμπεράσματα ενός πρόσφατου συνεδρίου με θέμα τις φυλακές στις ευρωπαϊκές χώρες. Στις δυτικού τύπου δημοκρατίες οι εξελίξεις δημιουργούν ένα είδος διαρκούς ανασφάλειας, έλλειψη ανοχής, κατάσταση επείγοντος και εξαιρετικού. Αυτές οι εξελίξεις εμπνέουν, υπαγορεύουν και δικαιολογούν κατασταλτικές επιλογές που αποσκοπούν στον έλεγχο και στον αποκλεισμό κοινωνικά και οικονομικά μειονεκτούντων τμημάτων του πληθυσμού. Οι προκαταλήψεις και διακρίσεις σε βάρος τους αποσκοπούν στην απομάκρυνσή τους από το κοινωνικό γίγνεσθαι, στην απόκρυψη της ενόχλησης και της αμηχανίας που προκαλούν και στο διαχωρισμό τους από τους ενταγμένους και παραγωγικούς πολίτες. Αυτές οι πολιτικές επιλογές και οι πρακτικές με τις οποίες υλοποιούνται υποβαθμίζουν περαιτέρω την κατάσταση των αντισυμβατικών και αντικανονικών – ίσως και παράνομων – ατόμων και ομάδων. Ενισχύουν τις ανισότητες και θέτουν υπό αμφισβήτηση την κοινωνική δικαιοσύνη και προσβάλλουν τα δικαιώματα του ανθρώπου. Το οπλοστάσιο των εθνικών κρατών και των ενώσεών τους περιλαμβάνει την αστυνόμευση και τη μηδενική ανοχή, την ανάπτυξη μηχανισμών παρακολούθησης, σύλληψης, κράτησης και εγκλεισμού που διατάσσονται και ελέγχονται άλλοτε από διοικητικές και άλλοτε από δικαστικές αρχές. Το προνοιακό ποινικό σύστημα των παρελθόντων ετών παρακάμπτεται ως προς το προνοιακό του χαρακτηριστικό. Στο πλαίσιο αυτό η έννοια των κοινωνικών εγγυήσεων που αναδείχθηκαν φραγμοί στις αυθαιρεσίες και στόχευαν στην αναμόρφωση των κρατουμένων καθίσταται συχνά κενή περιεχομένου, λόγω της άγνοιας των κρατουμένων για την κατάστασή τους, του φόβου, της βίας, και της υποταγής. Όλες ατές οι κοινωνικές ομάδες που υπεραντιπροσωπεύονται στον πληθυσμό των φυλακών διαβιούν στα όρια της οικονομίας της αγοράς. Η στέρηση της ελευθερίας δεν είναι ένα μέτρο που απλώς χρησιμοποιείται καταχρηστικά, αλλά αποτελεί πρόσφορο μέσον πίεσης και καθίσταται το ίδιο πρόβλημα καθώς χρησιμοποιείται μαζικά σε πλήθιος περιπτώσεων και εξυπηρετεί ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που διακηρύσσει η Συνταγματική επιταγή. Αφήνει άθικτες τις κοινωνικές συνθήκες που παράγουν και καθορίζουν τις κάθε είδους εκφάνσεις του εγκληματικού φαινομένου. Αποσπά και μεταφέρει σε ατομικό επίπεδο τις διαντιδράσεις μεταξύ ενός προσώπου και του περιβάλλοντός του. Διαχειρίζεται άλλες κοινωνικές καταστάσεις (φτώχεια, μετανάστευση κλπ) και όχι την εγκληματικότητα. Καθιστά τους κρατούμενους εξαρτημένους από άλλα πρόσωπα. Αμφισβητείται έτσι η νομιμοποίηση του καθεστώτος στέρησης της ελευθερίας από έναν, έστω και περιορισμένο, κύκλο ατόμων και ομάδων που θέτουν το αίτημα της κατάργησής του και άλλες προωθούν μεταβατικά το αίτημα της προώθησης μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της θέσης των κρατουμένων, την ενίσχυση της προστασίας και υποστήριξης των δικαιωμάτων τους.

Οι Σωφρονιστικοί Κώδικες όσον αφορά τις προθέσεις των συντακτών τους και τα κριτήρια που χρησιμοποιούν οι σχολιαστές και οι κριτές των νομοθετών είναι Χάρτες των Δικαιωμάτων των κρατουμένων. Όσον αφορά όμως τους εφαρμοστές της σωφρονιστικής διοίκησης τα νομοθετικά κείμενα αξιολογούνται είτε ως εύχρηστα είτε ως δύσχρηστα εργαλεία για τον έλεγχο των συνήθως ανεπαρκών ως προς τις υποδομές, κορεσμένων ως προς τον αριθμό κρατουμένων και με πλήθος ελλείψεων σε στελεχικό δυναμικό φυλακών. Ο προσανατολισμός της νομοθεσίας προς περισσότερο φιλελεύθερες επιλογές, όπως έγινε στη χώρα μας την τελευταία 15ετία, ως δείγμα ανθρωπισμού και πολιτισμού, εξουδετερώνεται από την αδυναμία ή και την προθυμία της διοίκησης να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες είτε σε κανονιστικό είτε σε πρακτικό επίπεδο, και από την αχρησία ή την περιορισμένη ή και προσαρμοσμένη σε άλλους στόχους εφαρμογή τους. Επιδιώκεται η διατήρηση της ισορροπίας στη λειτουργία των φυλακών που διέπεται από τη λογική της κατά το δυνατόν ανώδυνης κράτησης σχετικώς αδρανών ανθρώπων. Έτσι, οι μεν κρατούμενοι θεωρούν πως τους αδικούν παντοιοτρόπως, οι δε υπάλληλοι της σωφρονιστικής διοίκησης θεωρούν ότι οι κρατούμενοι εκμεταλλεύονται ό,τι τους παρέχεται και ότι μονίμως κάτι ετοιμάζουν.

Επομένως, οι φυλακές λειτουργούν υπό καθεστώς επιλεκτικά επιβεβλημένης νομιμότητας, ή νομιμότητας του εφικτού. Ορισμένες φορές δεν διακρίνεται από ένα «καθεστώς σκοπιμότητας». Παρακολουθείται, και ελέγχεται, από ανεξάρτητο δικαστικό λειτουργό στη χώρα μας, που αποτελεί την ελληνική εκδοχή του δικαστή εκτέλεσης των ποινών. Μετά από διάφορα τραγικά γεγονότα, των οποίων εξελίσσεται η δικαστική διερεύνηση, προστέθηκε ένας ακόμη μηχανισμός: ένα σώμα επιθεώρησης καταστημάτων κράτησης που ακόμη δεν έχει αναλάβει έργο. Ταυτόχρονα, προωθείται στην Ελλάδα σχέδιο κανονισμού λειτουργίας φυλακών Α΄ και Β΄ τύπου, δηλαδή «δικαστικές» και «κλειστές φυλακές». Επιδιώκεται η λειτουργία των φυλακών με νέους όρους ώστε να περιορίζονται οι παράνομες κι αθέμιτες συναλλαγές και συνεννοήσεις, όχι όμως και οι επιπτώσεις για το εύρος άσκησης ορισμένων δικαιωμάτων των κρατουμένων. Η εξάρθρωση των λεγόμενων τρομοκρατικών οργανώσεων που έδρασαν μετά τη μεταπολίτευση αλλάζει το τοπίο στις ελληνικές φυλακές. Συγκεκριμένα, σε μια πορεία σύγκλισης προς τις διεθνείς εξελίξεις, και στο όνομα της αποτελεσματικής καταστολής, αρχικά της εμπορίας ναρκωτικών, προηγήθηκε από τον Σεπτέμβριο του 2001 μια δυσμενής νομοθετική μεταβολή στο καθεστώς κράτησης και απόλυσης υπό όρους των καταδίκων που εκτίουν ποινές κάθειρξης για περιπτώσεις διακίνησης. Ο εγκλεισμός ορισμένων καταδίκων, ατομικά ή με βάση κοινά χαρακτηριστικά, σε ειδικά κελιά γεννά προβληματισμούς. Τέτοια περίπτωση είναι η κράτηση σε ειδικά κελιά υπό διαφορετικές συνθήκες των κρατουμένων της υπόθεσης της ΕΟ17Ν, που αντιμετώπισαν τις ακόλουθες διακρίσεις:
1. Διαχωρίστηκαν ουσιαστικά από τους άλλους κρατούμενους καθώς χτίστηκε μια νέα φυλακή υψίστης ασφαλείας μέσα στη φυλακή.
2. Διαχωρίστηκαν μεταξύ τους σε υποομάδες και ορισμένοι δεν στάθηκε δυνατόν να ενταχθούν καν σε αυτές.
3. Είχαν συνολικό χρόνο προαυλισμού μικρότερο από όσο οι άλλοι κρατούμενοι.
4. Η πρόσβασή τους στην ενημέρωση και στην πληροφόρηση ήταν πιο περιορισμένη
5. Τοποθετήθηκαν ένας-ένας σε ατομικά κελιά με μία εξαίρεση για λόγους εξυπηρέτησης ενός εξ αυτών λόγω προβλήματος υγείας.
6. Αρχικά περιορίστηκε ο κύκλος των προσώπων που μπορούσαν να τους επισκεφθούν και ο αριθμός ατομικών ειδών που μπορούσαν να έχουν μαζί τους. Αργότερα η κατάσταση βελτιώθηκε και έγινε καλύτερη από αυτή των άλλων κρατουμένων.
7. Υπήρξαν και άλλες περιπτώσεις διαχωρισμού άλλοτε θετικές και άλλοτε αρνητικές με κυριότερες τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς επικοινωνίας με τους δικηγόρους τους.

Πηγή έμπνευσης των μέτρων ήταν η έκθεση ειδικών της επιτροπής για τα ανθρώπινα δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης και η οποία δόθηκε στην δημοσιότητα, κατά διαβολική σύμπτωση, δύο ημέρες προτού την έκρηξη της βόμβας στα χέρια ενός από τους κατηγορούμενους. Η έκθεση αυτή ήταν συμβουλευτική προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στον αγώνα τους κατά της τρομοκρατίας αλλά θα έπρεπε οι όποιες αλλαγές να κατοχυρώνονται με νομοθετικά μέτρα εσωτερικού δικαίου.

Ο εισηγητής έκλεισε λέγοντας ότι, έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, είναι θετικό το γεγονός ότι αποφεύχθηκε η νομοθετική καθιέρωση ειδικών συνθηκών κράτησης. Η σημασία της παρατήρησης είναι εμφανής από τη στιγμή που τα περισσότερα από τα μέτρα ήρθησαν στην πορεία. Αναφερόμενος ο ομιλητής στη γενική θεματική του συνεδρίου είπε ότι οι περισσότεροι αναφέρονταν στην 11η Σεπτεμβρίου του 2001 ως ημερομηνία ορόσημο. Όμως, κατά τον εισηγητή αυτή η ημερομηνία ήταν κορύφωση των προτάσεων που διαμορφώνουν τη σύγχρονη ιστορία. Γι’ αυτό και παρέθεσε ένα τσιτάτο από ένα φυλλάδιο που του είχε παραδώσει πρόσφατα η δικηγόρος Κ. Ιατροπούλου: «ζούμε την επιστροφή της παγκοσμιοποιημενης αμερικανικής λογικής».

Στη συνέχεια μίλησε ο Βασίλης Καρύδης (καθηγητής του Δημοκρίτειου Παν/μίου Θράκης) με θέμα «Φυλακή και Ατομικά Δικαιώματα: Έννοιες Συμβατές;». Ξεκίνησε με ένα κουίζ διαβάζοντας ένα ιδιαίτερα επικριτικό κείμενο-τοποθέτηση για το σχέδιο νόμου για το σωφρονιστικό κώδικα (που τελικά έγινε ο νόμος που διέπει το σωφρονιστικό σύστημα από το 1989). Το εν λόγω κείμενο ήταν η ομιλία του εισηγητή της (αντιπολιτευόμενης τότε) ΝΔ που θεωρούσε ότι το σχέδιο νόμου διεπόταν από συντηρητική, αντιφιλελεύθερη και ξεπερασμένη λογική. Σήμερα θα ηχούσε παράξενο οπότε το ερώτημα που έθεσε ήταν αν όντως όσοι κατέθεταν τις απόψεις αυτές για το σχέδιο νόμου τις πίστευαν.

Στη συνέχεια αναφέρθηκε στον Ευγένιο Πασουκάνις που έγραφε πριν από πολλές δεκαετίες τα εξής: «Ο βιομηχανικός καπιταλισμός, η διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η πολιτική οικονομία του Ρικάρντο και το σύστημα της πρόσκαιρης κάθειρξης είναι φαινόμενα που ανήκουν σε μία και μοναδική ιστορική εποχή.» Παρά το ότι ψηφίστηκε ένας γενικά εκσυγχρονιστικός νόμος το 1999 που στηριζόταν σε διακομματικό πόρισμα της Βουλής το 1994, η έκθεση της επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπη περιέγραφε την ελληνική περίπτωση με μελανά χρώματα. Από τις αρχές του 1990 παρατηρείται μια μετατόπιση από το προνοιακό στο «ποινικό –τιμωριτικό κράτος». Οι προωθούμενες πολιτικές του λιγότερου κράτους στην οικονομία συνοδεύονται από περισσότερο κράτος στο πεδίο της καταστολής. Ο νέος ‘εσωτερικός εχθρός’ είναι οι φτωχοί και οι μετανάστες. Ο εισηγητής παρέθεσε δεδομένα από έρευνες που δείχνουν ότι, όντως, η πλειονότητα των κρατουμένων στις ελληνικές φυλακές προέρχονται από τις τάξεις των αναλφάβητων, των ανέργων, πρώην αγροτών και χειρωνακτών εργατών, των μεταναστών καθώς και από περιθωριακές ομάδες εξαρτημένων από ουσίες κλπ˙ αυτό σημαίνει ότι οι ελληνικές φυλακές αποτελούν δείγμα ακραίο των φαινομένων του αποκλεισμού που παρατηρούνται δεκαετίες τώρα στις χώρες της βιομηχανικής Ευρώπης. Αποτελεί σχήμα οξύμωρο, επομένως, να μιλάμε για διασφάλιση στην πράξη των δικαιωμάτων των κρατουμένων όταν αυτά παραβιάζονται συστηματικά εκτός φυλακής. Η μεταναστευτική κοινότητα υφίσταται, σε σχέση με την αναλογία της στο σύνολο του πληθυσμού, 15-20 φορές περισσότερους αστυνομικούς ελέγχους (χωρίς να περιλαμβάνονται οι «επιχειρήσεις-σκούπα»). Οι έλεγχοι αυτοί πολλές φορές καταλήγουν σε κακομεταχείριση στα αστυνομικά τμήματα και στους χώρους κράτησης. Δημιουργείται έτσι ένα συνεχές (continuum) της κοινωνίας και της φυλακής, έτσι ώστε η ανθρωπιστική πολιτική και ο σεβασμός της νομοθεσίας αποδεικνύεται ότι είναι υποκρισία. Ο προορισμός της φυλακής είναι η χειραγώγηση και ο καταναγκασμός. Η σκοπιμότητα της καταστολής δεν υπολογίζει το θεσμικό πλαίσιο του κράτους δικαίου. Ο ομιλητής αναρωτήθηκε: «Μήπως αυτό δεν συμβαίνει και στην υπόθεση της ΕΟ17Ν;» και τόνισε ότι τα παραδείγματα που ανέφερε ο προηγούμενος εισηγητής είναι ενδεικτικά της κατάστασης αυτής. Αυτοί οι κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν σε ουσιαστική απομόνωση και παρέμειναν στην κατάσταση αυτή και μετά το πέρας της ανάκρισης, παρά τις ενστάσεις για τις παρατυπίες.

Η κατανόηση των ορίων και της φύσης των μηχανισμών καταστολής και του συστήματος των ποινών καθώς και η συνείδηση ότι προοδευτικά συγκροτείται μια κουλτούρα ελέγχου, σύμφωνα με τον ομιλητή, διευκολύνουν την προσπάθεια να μην καταστεί το κράτος δικαίου ένας απλός ευφημισμός.


Στρογγυλό τραπέζι με θέμα: «Εξουσία, Πολιτικό Έγκλημα και Κράτος Δικαίου»


Προεδρεύων της τελευταίας συζήτησης ήταν ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας Δημήτρης Παξινός, ο οποίος τόνισε ότι στόχος του αγώνα όλων πρέπει να είναι η Πολιτεία Δικαίου να καταστεί Πολιτεία Πολιτισμού.

Ο Νίκος Παρασκευόπουλος (καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ) ήταν ο πρώτος ομιλητής. Αναρωτήθηκε αν πράγματι φτάσαμε στο «τέλος του πολιτικού εγκλήματος», όπως κατά κόρον τονίζεται από τον κυρίαρχο λόγο σήμερα. Όμως, εκείνο που, όντως, πραγματοποιείται είναι ο «καταργητισμός» που αναφέρεται σε θεσμούς του κράτους δικαίου. Η φθίνουσα πορεία του ενδιαφέροντος για το πολιτικό έγκλημα ίσως να συνιστά μια αδυναμία της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας. Στις δυναμικές διαδηλώσεις που συνταράσσουν τη μία μετά την άλλη τις μεγαλουπόλεις όπου γίνονται οι συνεδριάσεις των διεθνών πολιτικών και οικονομικών οργανισμών, με αφετηρία αυτές του Seattle, διαπράττονται πολλές πολιτικές ενέργειες που είναι απαραίτητες και αναπόφευκτες (π.χ. αντίσταση κατά της αρχής) για την επίτευξη των στόχων των διαδηλωτών. Αυτό είναι, κατά τον εισηγητή, θέμα που πρέπει να αντιμετωπιστεί στη θεωρία.

Σχετικά με την περίπτωση της δίκης της ΕΟ17Ν, ο εισηγητής τόνισε ότι δύο ακραίες τάσεις έχουν καταγραφεί. Σύμφωνα με την πρώτη, όλες οι επιμέρους εγκληματικές πράξεις της οργάνωσης πρέπει να χαρακτηρίζονται πολιτικές. Σύμφωνα με την δεύτερη, σε συνθήκες δημοκρατίας καμία ενέργεια τέτοιου τύπου δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται ως πολιτική.

Όμως, τόνισε ο εισηγητής, δεν αρκεί η λειτουργία του κοινοβουλίου για να υπάρχει ουσιαστική δημοκρατία και αυτό σημαίνει ότι χρειαζόμαστε ακόμη την έννοια του πολιτικού εγκλήματος. Αυτή η συζήτηση για το πολιτικό έγκλημα πρέπει να παραμένει πάντοτε ανοιχτή.

Κατ’ αυτόν, το πολιτικό έγκλημα είναι έγκλημα με αχνό θετικό πρόσημο. Δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας του αλλά υπακούει στην αρχή της αναλογίας. Ο πολιτικός στόχος της ελευθερίας και της δημοκρατίας, όμως, πρέπει να επιβάλλεται μόνο με την συνθήκη της αλληλεγγύης.

Αντικειμενικά πρόκειται για πολιτικό έγκλημα λόγω της ύπαρξης πολιτικών στόχων (το έγκλημα που επιτυγχάνει ή επιδιώκει τη μεγαλύτερη δυνατή πολιτική παρέμβαση με το μικρότερο δυνατό κόστος σε ατομικά έννομα αγαθά).

Υποκειμενικά πρέπει να εξετάζεται η πρόθεση των συγκεκριμένων κατηγορουμένων.

Έτσι μπορεί να αναγνωριστεί ως πολιτικό έγκλημα η αξιόποινη συμμετοχή σε μια οργάνωση που επιδιώκει πολιτικούς στόχους, όταν το μέλος της αποχωρεί αφού διαπιστώνει ότι η οργάνωση εκτρέπεται σε ανθρωποκτονίες. Αντίθετα, όταν κάποιος είναι μέλος οργάνωσης που έχει πραγματικούς ή προσχηματικούς πολιτικούς στόχους και διαπράττει ανθρωποκτονίες, αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί πολιτικό έγκλημα. Εξαίρεση θα μπορούσα να δεχθώ, τόνισε ο εισηγητής, μόνον την περίπτωση όπου με την ανθρωποκτονία θα κλονιζόταν ένα δικτατορικό καθεστώς.

Τέλος, τόνισε ότι το ποινικό δίκαιο όπως εξελίσσεται περιλαμβάνει πλέον «μεταμοντέρνες» έννοιες που καταργούν τις ιστορικού χαρακτήρα έννοιες. Όμως, τόσο οι πολιτικές συγκρούσεις όσο και η ιστορία δεν έχουν τελειώσει.


Επόμενος ομιλητής ήταν ο δικηγόρος (και Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων) Χριστόφορος Αργυρόπουλος, ο οποίος τόνισε ότι μια διεύρυνση της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος ώστε να καταλάβει κάθε εκδήλωση πολιτικού κινήτρου είναι προβληματική. Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη αποτέλεσε κατεξοχήν πολιτικό γεγονός με σημαντικότατες ιστορικές επιπτώσεις, όχι όμως και πολιτικό έγκλημα. Η μόνη πράξη κατά της οποίας η έννομη τάξη επιβάλλει τη χρήση βίας είναι η απόπειρα βίαιης κατάλυσής της.

Ο Άλκης Ρήγος (καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου Πανεπιστημίου) τόνισε ότι η πολιτική ανάλυση της σημερινής συγκυρίας είναι επείγουσα ανάγκη καθώς μπαίνει πιεστικά από διάφορες πλευρές το θέμα της εξέτασης του κατά πόσο πρέπει να εφαρμόζονται στο έπακρον οι αξίες του κράτους δικαίου. Όμως, το θέμα είναι να μην χαθεί από τον ορίζοντα η εξίσωση «κράτος δικαίου ίσον δίκαιο κράτος». Κι αυτό γιατί ενώ η δημοκρατία αποτελεί κατ’ εξοχήν ανοιχτό σύστημα αξιών και είναι τρόπος ζωής δεν έχει γίνει έτσι κατανοητό και αποδεκτό από την ελληνική κοινωνία. Η ιστορία της αριστεράς στην Ελλάδα χαρακτηρίστηκε από τη συνάφειά της με τη λογική που διέτρεχε την ελληνική κοινωνία, παρά τις μεγάλες στιγμές της (π.χ. Εθνική Αντίσταση). Ανέφερε ότι η αριστερά στην Ελλάδα συγκροτήθηκε πρώτα ιδεολογικά και όχι κινηματικά, όπως συνέβη αλλού στη Δυτική Ευρώπη. Η τριτοδιεθνίστικη αντίληψη βρήκε έτσι εύφορο έδαφος για να ανθίσει. Στη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης το ΕΑΜ αναδείχθηκε σε έκφραση της ωρίμανσης της εργατικής τάξης και της ανάδειξής της σε εθνική τάξη κατά Πουλαντζά. Η μεταπολίτευση του 1974 έδειξε τα όρια της κυρίαρχης ως τότε λογικής της Αριστεράς, αλλά δεν στάθηκε δυνατή η υπερίσχυση των ιδεών της σύνδεσης έμμεσης και άμεσης δημοκρατίας και της αυτοδιαχείρισης, με αποτέλεσμα την ενίσχυση φυγόκεντρων προς κάθε κατεύθυνση τάσεων. Το καθήκον των πολιτικών επιστημόνων αλλά και των ίδιων των αριστερών πολιτών είναι να αναζητήσουν τα αίτια της τρομοκρατίας καθώς και την αιτία των αδιεξόδων της εκτός των τειχών αριστεράς.

No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...