Thursday, October 18, 2007

Ημερίδα για την Άκρα Δεξιά στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Το Κέντρο Πολιτικών Ερευνών του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου διοργανώνει στις 23 Οκτωβρίου 2007 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο ημερίδα με θέμα:
Το φαινόμενο της νέας άκρας δεξιάς
Ελληνική εμπειρία και ευρωπαϊκές διαστάσεις
Οι θεματικές της ημερίδας είναι οι εξής:
1) Το φαινόμενο της νέας άκρας δεξιάς στην Ευρώπη: Ζητήματα ορισμού, οι μορφολογικές παραλλαγές της και αιτίες της εκλογικής επιτυχίας της
2) Η άκρα δεξιά στην Ελλάδα κατά τη μεταπολίτευση
3) Τα πολιτικά κόμματα και ο χώρος της άκρας δεξιάς στην Ελλάδα της ύστερης μεταπολίτευσης
4) Ευρωεκλογές 2004 και Δημοτικές εκλογές 2006: κομματικός ανταγωνισμός και καταγραφή των δυνάμεων της άκρας δεξιάς στην Ελλάδα. Ποιοι την ψήφισαν και γιατί
5) Η δημοσκοπική εξέλιξη της εκλογικής δύναμης της ελληνικής άκρας δεξιάς (2004-2006)
6) Ιδεολογία και λόγος της άκρας δεξιάς στην Ελλάδα (1974-2006)
7) Πολιτικές προοπτικές της άκρας δεξιάς στην Ελλάδα και η επίδρασή της στο κομματικό σύστημα.


Το φασισμό καλά καταλαβέ τον, δε θα πεθάνει μόνος, τσακίσέ τον
Η Άκρα Δεξιά κατέκτησε 10 έδρες στη Βουλή που προέκυψε από τις πρόωρες εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου και είναι η πρώτη επιτυχία της μετά το 6,7% που συγκέντρωσε το 1977 σε εντελώς διαφορετικς πολιτικές συνθήκες. Σήμερα σήκωσε ξανά απειλητικά το άσχημο κεφάλι της απειλώντας τα δημοκρατικά και τα ανθρώπινα δικαιώματα ελλήνων/ίδων και μεταναστών/τριών. Για να την κατανικήσουμε πρέπει πρώτα να την καταλάβουμε, να κατανοήσουμε τους ανθώπους που την ψήφισαν και να μάθουμε την ιστορία της. Στο πλαίσιο αυτό παραθέτω την παρουσίαση του βιβλίου "Πώς φίλησα τον Μουσολίνι!" που είχα δημοσιεύσει σε φύλλο της "Εποχής" την άνοιξη που μας πέρασε.
Θανάσης Τσακίρης

Τα κινητήρια πάθη

Σπύρος Μαρκέτος (2006) Πώς φίλησα τον Μουσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού. Αθήνα: Εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελ. 363.


Γενικώς ο φασισμός ήταν η θεωρία του «επαναστατικού εθνικισμού» που επιδίωκε να αντιπαρατεθεί μαχητικά στις "δυνάμεις της παρακμής"που υποτίθεται ότι προκαλούσαν την "αποσύνθεση και κατάρρευση της κοινωνίας» με τελικό στόχο την αναγέννηση συνολικά της πολιτικής κουλτούρας του έθνους, με την αποκατάσταση του κράτους ως μηχανισμού εξουσίας και στρατιωτικής ισχύος αλλά και με την αναζωογόνηση των κοινωνικών, ηθικών και καλλιτεχνικών επιτευγμάτων και των υπόλοιπων συμβόλων της συνοχής και της ζωτικότητας της κοινωνίας. Αυτή η φιλοδοξία δημιουργίας μιας «υγιούς κοινότητας» είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό στοιχείο του φασισμού γενικώς, μια «οργανική ενότητα» στην οποία κάθε μεμονωμένο άτομο δένεται μέσω των υπερπροσωπικων δεσμών της καταγωγής, της κουλτούρας και του «αίματος». Σε αντίθεση με τους υπερ-συντηρητικούς, δεν επιδίωκε την επιστροφή σε μια «χρυσή» αλλά «χαμένη» εποχή, αλλά αποσκοπούσε στη δημιουργία μιας «κοινότητας νέου τύπου» στα πλαίσια της σύγχρονης εποχής, που να στηρίζεται όμως πνευματικά στο παρελθόν και να εμποτίζεται από τις υποτιθέμενες «υγιείς αξίες» του έθνους ή του λαού που επικρατούσαν πριν από την έναρξη της παρακμής. Μιλώντας για φασισμούς της μεσοπολεμικής περιόδου θα πρέπει να έχουμε πάντα στο νου μας ότι είχαμε να κάνουμε με κοινωνικά κινήματα και όχι με κάποιες ομάδες «κακών» συνωμοτών. Αν ήταν μόνο οι δεύτερες θα είχαμε απλές δικτατορίες και όχι καθεστώτα ριζωμένα στις κοινωνίες τους που θα οδηγούσαν στην κατεύθυνση του «ολοκληρωτισμού».

Γνωστές-άγνωστες πτυχές της νεοελληνικής ιστορίας επιχειρεί να φωτίσει με το σημαντικό βιβλίο του ο Σπύρος Μαρκέτος. Με τον προκλητικό, , ο συγγραφέας (διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του ΑΠΘ) μας λέει ότι το πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής εκείνης επέτρεπε στις μαθήτριες να γοητεύονται από τους ισχυρούς δικτάτορες, στα μέλη του νεανικού περιοδικού «Η Διάπλασις των Παίδων» να πηγαίνουν «εκπαιδευτική επίσκεψη» στις προπαγανδιστικές εκδηλώσεις της Ιταλικής Πρεσβείας (σε μια τέτοια εκδήλωση στο Ζάππειο η μαθήτρια έτρεξε και φίλησε την προτομή του «Ντούτσε») και οι καθηγητές να το εγκρίνουν και να τις συνοδεύουν.

Στο μεσοπόλεμο, η χώρα έβριθε από θαυμαστές του δικτάτορα της γείτονος ι καθεστώτος του. Αυτοί οι θαυμαστές δεν περιορίζονταν στην οργανωμένη άκρα δεξιά ή στη λαϊκιστική πτέρυγα του Λαϊκού Κόμματος αλλά υπήρχαν ως αρκετά μαζικά ρεύματα και στο Φιλελεύθερο Κόμμα και τις συμμαχικές του δυνάμεις. Ούτε ήταν μόνο γραφικοί δικτατορίσκοι τύπου Θ. Πάγκαλου ή το καθεστώς του Ι. Μεταξά. Αρκεί να σκεφτούμε ότι αρχικά ο Γ. Κονδύλης ήταν «δημοκρατικός» σύμμαχος των Βενιζελικών. Ακόμη και στην ευρύτερη αριστερά θα μπορούσαμε να ανιχνεύσουμε στοιχεία που ομοίαζαν με τις αντιλήψεις των φασιζόντων.

Ο Σ. Μαρκέτος αναλύει το φασιστικό φαινόμενο και τις ελληνικές εκδοχές του προσπαθώντας να διακρίνει τις εκλεκτικές συγγένειες και ομοιότητες τους με τα «μικρά φασιστικά κινήματα» ευρωπαϊκών χωρών που δεν κατάφεραν να εξελιχθούν σε κόμματα εξουσίας και αποφεύγει τη σύγκριση με τις «ιδιότυπες» περιπτώσεις του βαλκανικού μοντέλου φασισμού. Κατανέμει το κείμενό του σε εννέα κεφάλαια που είναι το ένα πιο ενδιαφέρον από το άλλο. Το πρώτο αναφέρεται στη μελέτη του φασισμού τόσο από τους μεσοπολεμικούς μαρξιστές και τους μεταπολεμικούς νεομαρξιστές όσο και τους ερευνητές του χώρου των «θεωριών ιδεοτύπων». Παρουσιάσει συνοπτικά τις κυριότερες πλευρές της διεθνούς συζήτησης για την έννοια και το χαρακτήρα του φασισμού. Ο φασισμός δεν είναι μια εύκολα και μόνιμα προσδιορίσιμη έννοια. Αν στενέψουμε τον ορισμό περιοριζόμαστε μόνο στα καθεστώτα του «υπαρκτού φασισμού» (Γερμανίας, Ιταλίας) ενώ αν τον παραδιευρύνουμε μπορούμε να ανακαλύπτουμε κι από ένα φασίστα κάθε μέρα («σοσιαλ-φασίστες» ή «αγροτοφασίστες» ξεσκέπαζαν κάθε τόσο οι σταλινικοί όπου γης). Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται στην πρώιμη φάση της «ριζοσπαστικής δεξιάς» και στους «ιδεολογικούς προδρόμους του ελληνικού φασισμού. Με βάση την άποψη του μελετητή του φασιστικού φαινομένου, Ρόμπερτ Πάξτον, ο Σ. Μαρκέτος τονίζει το ρόλο που έπαιξαν τα «κινητήρια πάθη» και τα «πολιτικά συναισθήματα». Μελετά το φασιστικό φαινόμενο μέσα στην ίδια την πράξη αντί να το θεωρήσει απλώς εκδήλωση μιας a priori ουσιαστικής υπόστασης με καθορισμένη δομή και ιδεολογία που τροποποιείται και παραβιάζεται καά βούληση. Έτσι, βλέπει το φασισμό ως μορφή «πολιτικής συμπεριφοράς» που παθιάζεται με τις έμμονες ιδέες περί κρίσης, παρακμής, ταπείνωσης και θυματοποίησης της εθνικής κοινότητας, οι οποίες αντισταθμίζονται από τη λατρεία της ενότητας, της ενεργητικότητας και της καθαρότητας. Στα καθ’ ημάς, ως προπάτορες της άκρας δεξιάς εμφανίζονται η οργάνωση «Ελληνισμός» με επικεφαλής τον πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών Νεοκλή Καζάζη που άσκησε ιδιαίτερη επιρροή στους συντηρητικούς αστικούς κύκλους ως τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, η αυλική «Εταιρεία της υπέρ των Πατρίων Αμύνης» με επικεφαλής τον Πρίγκιπα Νικόλαο και υπαρχηγούς τον υποστράτηγο Παπαδιαμαντόπουλο και τους πανεπιστημιακού Σ. Μητσόπουλο και Γ. Χατζηδάκι που φανερά συνδεόταν με την Ιερά Σύνοδο της Ελλαδικής Εκκλησίας. Το τρίτο κεφάλαιο τονίζει ότι ο φασισμός συνδέεται άμεσα με τη μαζική κινητοποίηση που επέφερε η επέκταση των πολιτικών δικαιωμάτων στο σύνολο του (ανδρικού αρχικά) πληθυσμού και περιγράφει το παράδειγμα του Μουσολίνι. Παράλληλα, αναφέρεται στον Πρώτο Διχασμό μεταξύ Βενιζελικών και Λαϊκών που επέβαλε την πρώτη μεγάλη κινητοποίηση μαζών για την αντίσταση κατά της αντίπαλης παράταξης. Το τέταρτο κεφάλαιο μπαίνει στο ψητό προσπαθώντας να απαντήσει στο πρώτο θεμελιώδες ερώτημα αν ήταν φασιστικό το «καθεστώς Γούναρη» που είχε ως προγραμματική αρχή την ειρήνη και ένα είδος «συντεχνιακού σοσιαλισμού» (όπως υποσχόταν το φασιστικό πρότυπου του Μουσολίνι). Έτσι, ως πρώτο καθαρά φασιστικό πείραμα ορίζεται το καθεστώς που επιβλήθηκε στη διάρκεια της διετίας 1921-1922 υπό την ηγεμονία των Λαϊκών του Δ. Γούναρη. Το πέμπτο κεφάλαιο μπαίνει πιο πολύ στο ζουμί της περιόδου και προσπαθεί να εξηγήσει γιατί τελικά ο φασισμός δεν ευδοκίμησε ως καθεστώς ούτε ξεπέρασε καν το δεύτερο στάδιο της εδραίωσης. Ο τίτλος του κεφαλαίου είναι εύγλωττος: «Κοινωνική μεταρρύθμιση αντί φασισμού». Ας μη ξεχνάμε ότι την ίδια περίοδο μαζικοποιείται αργά και με αντιφατικούς ρυθμούς και τάσεις το κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα της προσφυγιάς και της βιομηχανικής επιτάχυνσης και το οποίο απειλεί να αποσταθεροποιήσει την εκλογική βάση των αστικών κομμάτων και ιδιαίτερα του Φιλελεύθερου. Όμως, η στοιχειώδης «κοινωνική μεταρρύθμιση» συνοδεύεται με την καταστολή της αριστεράς και του εργατικού συνδικαλισμού που συνδέεται με αυτήν. Στο έκτο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στους «μικρούς φασισμούς» της ευρωπαϊκής ηπείρου» που και αυτοί δεν πέρασαν το «δεύτερο στάδιο». Υποστηρίζεται ότι ο πρώιμος ελληνικός φασισμός ομοίαζε περισσότερο με αυτούς και όχι με το γερμανικό ή το ιταλικό πρότυπο. Δεν ήταν ένα κλειστό σύμπαν αλλά «σχημάτιζε συγκοινωνούντα δοχεία με τις άλλες τάσεις της άκρας δεξιάς» με αποτέλεσμα τη διάχυσή του. Στο έβδομο κεφάλαιο περιγράφεται η διαδικασία δημιουργία και δράσης του «πρώτου φασιστικού» κόμματος στην Ελλάδα, δηλαδή του Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος του πρώην στρατηγού Γ. Κονδύλη, με την ουσιαστική πολιτική προστασία των Φιλελεύθερων που ήθελαν ένα είδος «αντιμοναρχικού φασισμού» αλλά και με τη χρηματοδότησή του από επιφανείς οικονομικούς παράγοντες, όπως ο εφοπλιστής Ανδρεάδης και ο βιομήχανος Μποδοσάκης. Το κόμμα είχε μαζικές οργανώσεις επιστράτων και εργατών, ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα όπου ανταγωνιζόταν την Αριστερά. Ένα δεύτερο πείραμα «αντιμοναρχικού φασισμού» (με την περίεργη ανοχή της κομμουνιστικής αριστεράς) ήταν αυτό της σύντομης δικτατορίας του στρατηγού Θ. Πάγκαλου που ενέτεινε την καταστολή της εργατικής κινητοποίησης και των εξαπατημένων κομμουνιστών (έμεινε και στην ιστορία, εκτός των άλλων, γιατί τα σώματα ασφαλείας της «τάξης και της ηθικής» επιφορτίστηκαν με τη μέτρηση του μήκους της γυναικείας φούστας). Η αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού και η έναρξη της νέας Βενιζελικής περιόδου συνοδεύονται από την έναρξη της κοινωνικο-οικονομικής κρίσης που περιγράφεται στο όγδοο κεφάλαιο. Στη διάρκεια της όξυνσης της οικονομικής κρίσης γίνεται σαφές ότι η περίοδος των παραχωρήσεων στις οποίες είχαν προβεί οι φιλελεύθεροι αστοί προς την εργατική τάξη έφτασε στο τέρμα της. Οι αστοί θα επιχειρούσαν να φιμώσουν οριστικά το συνδικαλιστικό κίνημα προτού προλάβει να λάβει μαζικά ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά. Οι φασιστικές πτέρυγες ασκούσαν ολοένα και περισσότερη πίεση στα κόμματά τους για επιβολή αυταρχικών λύσεων. Στο ένατο κεφάλαιο, περιγράφεται η περίοδος κατάρρευσης της αβασίλευτης δημοκρατίας και οι ευθύνες όσων δυνάμεων στο Κέντρο και την Αριστερά έβλεπαν τα φασιστικά σύννεφα να απλώνονται μαζικά στον ευρωπαϊκό πολιτικό ουρανό αλλά ανταγωνίζονταν μεταξύ τους θανάσιμα χωρίς να συγκροτήσουν μαζικό και αποτελεσματικό αντιφασιστικό κοινωνικό κίνημα. Η βενιζελική συμμαχία είχε πια διαλυθεί. Οι Φιλελεύθεροι ακολούθησαν μια συντηρητική στροφή εναντίον της αριστεράς και των εργατών. Ο δρόμος για την άνοδο στην εξουσία του Ι. Μεταξά και την εγκαθίδρυση του πρώτου ελληνικού «υπαρκτού φασισμού» του«Νέον Κράτος» χωρίς κομμουνιστές, σοσιαλιστές και διεθνιστές που απειλούσαν τα ταξικά προνόμια των κεφαλαιοκρατών. Όμως, το καθεστώς δεν θα αποκτούσε πλήρως φασιστικό χαρακτήρα τύπου Ιταλίας και Γερμανίας γιατί στηριζόταν κυρίως στον κρατικό μηχανισμό και όχι σε ενεργή κοινωνική βάση και κοινωνικό κίνημα.


Θανάσης Τσακίρης
http://tsakiris.snn.gr

Αξίζει επίσης να διαβάσετε:
1. Robert O. Paxton (2006) Η Ανατομία του Φασισμού. Εκδ. Κέδρος.
2. Μαρίνα Πετράκη (2006) Ο μύθος του Μεταξά: Δικτατορία και προπαγάνδα στην Ελλάδα. Εκδ. Ωκεανίδα.
3. Δέσποινα Παπαδημητρίου (2006) Από τον λαό των νομιμοφρόνων στο έθνος των εθνικοφρόνων: Η συντηρητική σκέψη στην Ελλάδα 1922-1967.Εκδ. Σαβάλα
4. Νίκος Πουλαντζάς (2006/1975) Φασισμός και Δικτατορία: Η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη στον φασισμό. Εκδ. Θεμέλιο
5. Roger Griffin (1995) Fascism . Oxford University Press

No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...