Thursday, March 09, 2006

Εφημερίδα ΕΠΟΧΗ 26.2.2006*



ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ*


Η μελαγχολική διαδρομή του συνδικαλιστικού κινήματος



Δημήτρης Λαβατσής



Τις προηγούμενες εβδομάδες αναλύθηκαν επαρκώς οι αιτίες και οι στόχοι της επίθεσης που εξαπέλυσαν οι Έλληνες εργοδότες εναντίον του κόσμου της εργασίας με αφορμή τις Συλλογικές Συμβάσεις εργασίας και η άρνηση των τραπεζιτών να συζητήσουν για κλαδική σύμβαση με την ΟΤΟΕ. Είναι απαραίτητο όμως να δούμε την ιδεολογική διαδρομή μέσα από την οποία γίνεται σήμερα επίδικο το μέχρι πριν λίγα χρόνια αδιανόητο: η ντε γιούρε αμφισβήτηση των συνδικάτων.

Στην ελληνική αριστερά κυριάρχησε ένα ιδεολογικό όριο το οποίο αποτέλεσε την «οροφή» – με την εξαίρεση κάποιων αιρετικών – των θεωρητικών αναζητήσεών της. Το όριο αυτό ήταν η «ανάπτυξη του έθνους».

Η υπαγωγή της αριστεράς μέσα από διάφορες διαδρομές και η εν τέλει στράτευση της σε αυτό το πρόταγμα είχε συνεχείς, καθοριστικές, και σήμερα πλέον με σαφήνεια ορατές συνέπειες: καθόρισε και καθορίζει ακόμα και τώρα σχεδόν ολοκληρωτικά τις επιλογές της σε όλα τα μέτωπα των ταξικών συγκρούσεων και φυσικά στα συνδικάτα.

Η ιδεολογική αυτή παραδοχή δεν αμφισβητήθηκε, οι δε ήττες και οι χαμένες ευκαιρίες του εργατικού κινήματος ποτέ δεν θεωρήθηκαν πολιτικό αποτέλεσμα «λανθασμένης ανάλυσης» που οφειλόταν στο «λανθασμένο» αυτό ιδεολογικό εργαλείο.

Μπορούμε ωστόσο να διακρίνουμε τέσσερις περιόδους, κατά τις οποίες το «προϊόν» αυτό είχε διαφορετικές επιπτώσεις στην ταυτότητα των πολιτικών της αριστεράς
.
Περίοδος 1η: Τέλος του εμφυλίου έως την Μεταπολίτευση
Οι συνέπειες του εμφυλίου βαραίνουν καθοριστικά και ενώ η αριστερά είχε συντριβεί στρατιωτικά η ηγεμονία των κοινωνικών αξιών της αλληλεγγύης και της συλλογικότητας – δηλαδή η παραδοχή της ανωτερότητας της από όλο σχεδόν το κοινωνικό φάσμα – ήταν αναμφισβήτητη.
Η ανάγκη για ξεπέρασμα του κράτους των εθνικοφρόνων και για δημοκρατική νομιμότητα, μέχρι το 1974, μπορούσε να παντρεύει το όραμα της «Ανάπτυξης του Έθνους» με το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη.

Περίοδος 2η: 1974 – 1981: Η Εθνική Δημοκρατική Αλλαγή
Μετά τη μεταπολίτευση, η ανάπτυξη και το (αστικό) κράτος δικαίου ήταν δουλειά των αστικών πολιτικών δυνάμεων και η αριστερά παρακολουθούσε αμήχανη και ανίκανη να κατανοήσει ότι η «ανάπτυξη του έθνους» είναι ο οργανωτής της καπιταλιστικής κυριαρχίας, άρα η σημαία του εχθρού. Ανίκανη να κατανοήσει ότι η λαϊκή ευημερία δηλαδή η χειραφέτηση των λαϊκών τάξεων μπορούσε να προχωρήσει μόνο μέσα από έναν πόλεμο θέσεων στα μέτωπα της καθημερινότητας εναντίον της «εθνικής οικονομικής ανάπτυξης».
Ο μεταπολιτευτικός κοινωνικός ριζοσπαστισμός εκφραζόταν με ένα έντονο διεκδικητικό κίνημα, το οποίο πολλές φορές η εξουσία ικανοποιούσε στα πλαίσια της πολιτικής ανάγκης και κυρίαρχης τάσης που εύστοχα ονομάσαμε αστικό εκσυγχρονισμό. Η αριστερά στην καλύτερη περίπτωση, όταν δεν αντιδρούσε σαν γεροντοκόρη σε ανήθικες προ(σ)κλήσεις, υποκλινόταν στον ριζοσπαστισμό των μαζών αλλά βεβαίως δεν τον εγκολπωνόταν και φυσικά δεν τον γονιμοποιούσε. Δεν παρήγαγε πολιτικό σχέδιο – πρόταση δράσης – μέσα από την οποία οι αξίες της θα συνέχιζαν να ηγεμονεύουν. Και βέβαια πλάι στο λαϊκό κίνημα για κοινωνική δικαιοσύνη ετίθετο το αίτημα της ανάπτυξης (διά μέσου της ΕΟΚ τότε).

Περίοδος 3η: 1981 – 1989: Ο Αγώνας Δικαιώθηκε και…χάθηκε…
Από την στιγμή που αποδέχεσαι την ανάπτυξη σαν καθολική αξία η «συζήτηση» είναι ναρκοθετημένη. Θα αποδεχτείς, υποχρεωτικά, τους όρους, τις προϋποθέσεις και την αναγκαιότητα αυτής της ανάπτυξης και πρώτα πρώτα τα κριτήρια αυτής της ανάπτυξης, γιατί «άλλη» δεν υπάρχει. Επομένως, περιορίζεται στην σφαίρα της διανομής και αδυνατείς να μεταφέρεις τη σύγκρουση στον σκληρό πυρήνα του συστήματος: τις παραγωγικές σχέσεις. Αλλά βέβαια εάν δεν κάνεις αντικείμενο της σύγκρουσης το ποιος αποφασίζει, τι, πώς, πότε θα παραχθεί και με ποια προοπτική κοινωνικού οφέλους ή ζημίας, ακυρώνεσαι ως αριστερά. Υπάρχεις χωρίς ανατρεπτική πολιτική. Την περίοδο αυτή λοιπόν ο αγώνας δικαιώθηκε, η σοσιαλδημοκρατία συνδιοίκησε, η παραδοσιακή αριστερά ένοιωσε να της κλέβουν το γλυκό, πολλά στελέχη της έφαγαν το γλυκό (πήγαν στο κράτος) και ο χώρος του αριστερισμού απέρριψε μετά βδελυγμίας (ίσως δικαιολογημένα) ως ενσωμάτωση κάθε προσπάθεια παρέμβασης στους θεσμούς. Κάποιες απόπειρες π.χ στον χώρο του τραπεζικού συνδικαλισμού για μελέτη του ρόλου του τραπεζικού συστήματος και του «δέον γενέσθαι» έμειναν χωρίς συνέχεια και ο δικαιωμένος αγώνας θριάμβευσε ως ευδαίμων καταναλωτισμός. Η συνδικαλιστική πρωτοπορία υποκλίθηκε και αυτή βαθμιαία, ακολουθώντας τη λαϊκή της βάση στη συγκίνηση για τις επιτυχίες του μπάσκετ (1987) και την αναζήτηση ενός Life Style. Όπως η φύση έτσι και η κοινωνία απεχθάνεται το κενό και αφού η αριστερά δεν έδωσε πρόταση καθημερινής ζωής συναρθρωμένη με τις αξίες της, αυτές έγιναν «ξύλινος λόγος». Το κενό φυσικά κάλυψε η ιδεολογία του αντιπάλου. Οι αξίες του καταναλωτισμού και η υπερίσχυση του «εγώ» απέναντι στο «εμείς» στο όνομα της απελευθέρωσης της προσωπικότητας από τον καταναγκασμό των ξύλινων συνθημάτων των συλλογικών οργανώσεων, συναρθρώθηκαν με την καριέρα και την ατομική ανέλιξη.
Στο μεταξύ, τα σύννεφα πυκνώνουν και μετά το 1986 αλλά εμφανέστερα μετά το 1988 – 89 έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την αλλαγή των μεταβλητών στο παιχνίδι της ανάπτυξης.

Περίοδος 4η: 1990 – 2005: Η πορεία προς το αδιανόητο
Αν μέχρι τότε η «σταθερά» είναι η κάλυψη των λαϊκών αναγκών, από το 1989 και μετά αδιαπραγμάτευτη σταθερά ανακηρύσσεται η ανάπτυξη του κέρδους χάρη στην οποία θα «αναπτυχθούμε» όλοι. Ο δρόμος είναι ανοικτός και ιδεολογικά ώριμες οι συνθήκες για τη μείωση των ρυθμισμένων αμοιβών μέσω των κλαδικών ΣΣΕ, την ΟΤΟΕ (στο παράδειγμα μας) και για την ενίσχυση αμοιβών που σχετίζονται με την απόδοση και την ανέλιξη στην ιεραρχία. Και βέβαια αφυδατώνονται οι συλλογικοί θεσμοί και κερδίζουν έδαφος οι εργοδοτικοί συνδικαλιστές διότι μεσολαβούν τις ατομικές επιδιώξεις και καριέρες. Έχουμε δηλαδή και μια ακόμη αξιακή ανατροπή. Οι συνδικαλιστικές δυνάμεις που αναφέρονται στις ταξικές αντιθέσεις περιθωριοποιούνται και στη καλύτερη περίπτωση θεωρούνται κατάλοιπα ενός επαναστατικού ρομαντισμού. Οι «μεσάζοντες» ηγεμονεύουν. Σήμερα πλέον σε πολλούς εργασιακούς χώρους οι εργαζόμενοι όσο και να αισθάνονται ανασφαλείς, και ακριβώς λόγω της ανασφάλεια τους, ενώ θα ήθελαν ταξικά συνδικάτα «απαγκιάζουν» στους εργοδοτικούς συνδικαλιστές.
Αυτό σημαίνει ότι στο μέλλον θα πρέπει να αποδείξουμε ότι ο εργοδοτικός συνδικαλισμός και η ατομική λύση «βλάπτουν σοβαρά» τις δυνάμεις της εργασίας. Δεν λύνεται το θέμα με καταγγελίες. Διά μέσου αυτής της αξιακής ανατροπής οι εργοδότες παράλληλα με τον πόλεμο θέσεων μέσα από τους θεσμούς και τις ρυθμίσεις (πλάνα ατομικής παραγωγής, ατομικοί στόχοι, μερική απασχόληση, προσωρινή απασχόληση, εκπαιδευόμενοι κ.λπ.) διέσπασαν την κοινότητα συνθηκών και προοπτικών των εργαζομένων. Ο καθένας πλέον τρέχει να καλύψει το πλάνο του.
Συνέπεια της άλωσης των πρωτοβάθμιων σωματείων από την εργοδοσία ήταν η εξάλειψη της αγωνιστικής κοινωνικής μνήμης, η ανατροφοδότηση του τέλματος και της απαξίωσης όλων των συλλογικών πρακτικών και η απομόνωση των Δευτεροβάθμιων Οργανώσεων από τη βάση τους (στο παράδειγμά μας η ΟΤΟΕ). Η συνδικαλιστική ηγεσία, περιορισμένη σε έναν ισχνό ρόλο μέχρι σήμερα, είτε κλωτσάει τον καιρό είτε σέρνεται από τα γεγονότα.
Η προοπτική των συνδικάτων και τα καθήκοντα της αριστεράς
Στη σημερινή συγκυρία η κυβέρνηση πάτησε «κόκκινο» παρ’ όλη την ιδεολογική υποχώρηση και ήττα του εργατικού κινήματος. Ο ωμός αυταρχισμός του κέρδους όπως εκφράστηκε από τον ΣΕΒ και τους τραπεζίτες αλλά και η πολτοποίηση των ωραρίων και των υπερωριακών αμοιβών (στην οποία βασίζεται μεγάλο τμήμα των μισθωτών) έχουν δημιουργήσει έντονη δυσαρέσκεια και συναίσθημα ταπείνωσης. Αυτό, όμως, δεν αρκεί.


Για να γίνει κατορθωτό να αλλάξει ο συσχετισμός συνολικά πρέπει να υπάρξει πολιτικό σχέδιο που θα βασίζεται σε αξίες ριζικά αντίθετες από τις κυρίαρχες. Χρειάζεται πολιτικό σχέδιο που θα μεταθέτει την ατζέντα της «κοινωνικής συζήτησης» από τα ελλείμματα, το δημόσιο χρέος και το Life Style στις ανάγκες των πολιτών-εργαζομένων αυτόνομα και ανεξάρτητα (όχι υπαγόμενες) από την ανάπτυξη, αλλά και κόντρα σ’ αυτήν με βάση αξίες και ανάγκες που οι ίδιοι θα επαναπροσδιορίσουν.


Η χειραφέτηση των εργαζομένων περνάει μέσα από την άρνηση του καταναλωτή και την πρόταξη του πολίτη-εργαζομένου.
Αυτό σημαίνει ότι η αριστερά και τα συνδικάτα πρέπει να «μιλήσουν» στη καρδιά των αντιθέσεων στον χώρο της παραγωγής. Μετά από εμπεριστατωμένη συνολική κριτική να εφορμήσουν θέτοντας το ζήτημα της κοινωνικής ευθύνης της εργασίας όχι στην προοπτική της αύξησης του κέρδους της καπιταλιστικής επιχείρησης αλλά αντίθετα:

Για να γίνει υπόθεση των εργαζομένων η ανατροπή των παραγωγικών δομών και η αμφισβήτηση της καπιταλιστικής ιεραρχίας.

Για να γίνει υπόθεση των εργαζομένων το τι, πώς, πότε και γιατί θα παραχθεί το α ή β προϊόν.

Για να πάρουν την ευθύνη οι εργαζόμενοι απέναντι στον συμπολίτη τους, να επαναπροσδιορίσουν τι είναι κοινωνικά ωφέλιμο και αναγκαίο και τι επιβλαβές.


Μπορεί να φαντάζει τολμηρό αλλά είναι ο μόνος δρόμος που απομένει. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως «μια πορεία χιλιάδων μιλίων αρχίζει με ένα βήμα».


*Τα παραδείγματα και οι αναφορές που γίνονται στο παρόν αντλούν από την εμπειρία των τραπεζών.

No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...